pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 1 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 1 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "see red", "eventually", "tell off" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
to see red

to suddenly become enraged and uncontrollably angry

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [see] red"
to get over

to recover from an unpleasant or unhappy experience, particularly an illness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get over"
argument

a discussion, typically a serious one, between two or more people with different views

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "argument"
business

the activity of providing services or products in exchange for money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business"
nickname

a familiar or humorous name given to someone that is connected with their real name, appearance, or with something they have done

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nickname"
shoemaker

a person who designs, makes, or repairs shoes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoemaker"
wild

(of an animal or plant) living or growing in a natural state, without any human interference

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wild"
athletic

related to athletes or their career

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "athletic"
spike

a type of athletic shoe that has pointed protrusions on the sole, designed to provide better traction and grip on surfaces such as grass, dirt, or track

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spike"
athlete

a person who is good at sports and physical exercise, and often competes in sports competitions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "athlete"
eventually

after or at the end of a series of events or an extended period

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eventually"
ago

used to refer to a time in the past, showing how much time has passed before the present moment

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ago"
already

before the present or specified time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "already"
for

used to indicate a time duration

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "for"
just

very recently or only before this moment

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "just"
since

from a time in the past until a particular time, typically the present

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "since"
yet

up until the current or given time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yet"
to grow up

to change from being a child into an adult little by little

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow up"
to bring up

to look after a child until they reach maturity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bring up"
to tell off

to express sharp disapproval or criticism of someone's behavior or actions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tell off"
to take after

to look or act like an older member of the family, especially one's parents

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take after"
to look after

to take care of someone or something and attend to their needs, well-being, or safety

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look after"
to get on

to have a good, friendly, or smooth relationship with a person, group, or animal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get on"
to look up to

to have a great deal of respect, admiration, or esteem for someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look up to"
to carry on

to choose to continue an ongoing activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry on"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek