pattern

Βιβλίο Interchange - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 4 - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Upper-Intermediate, όπως "σατιρικό", "φήμη", "επαλήθευση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Upper-intermediate
absolutely

used to put an emphasis on a statement

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "absolutely"
well-known

widely recognized or acknowledged

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-known"
source

somewhere, someone, or something that originates something else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "source"
necessarily

in a way that cannot be avoided

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "necessarily"
trustworthy

able to be trusted or relied on

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trustworthy"
to spread

to affect more people or a wider area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spread"
inaccurate

not precise or correct

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inaccurate"
satirical

intending to mock, ridicule, or criticize a person, group, or society in a humorous or exaggerated way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "satirical"
content

all the things that are held, included, or contained in something else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "content"
believable

describing something that is possible and therefore can be believed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "believable"
to invent

to make or design something that did not exist before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invent"
to attempt

to try to complete or do something difficult

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attempt"
desire

a very strong feeling of wanting to do or have something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desire"
reputation

the general opinion that the public has about someone or something because of what they did in the past

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reputation"
curiosity

a strong wish to learn something or to know more about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curiosity"
fake

made or intended to be like the original or real version of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fake"
throughout

during something's entire period of time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "throughout"
louse

a small parasitic insect that lives and feeds on the body of warm-blooded animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "louse"
to claim

to say that something is the case without providing proof for it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to claim"
to pose

to maintain a specific posture in order to be photographed or painted

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pose"
insect

a small creature such as a bee or ant that has six legs, and generally one or two pairs of wings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insect"
massive

extremely large, heavy, or solid

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "massive"
outbreak

the unexpected start of something terrible, such as a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outbreak"
major

serious and of great importance or significance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "major"
outlet

a way out or opening through which something can escape or be released

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outlet"
to consult

to seek information or advice from someone, especially before making a decision or doing something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consult"
to bother

to annoy or trouble someone, especially when they are busy or want to be left alone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bother"
expert

an individual with a great amount of knowledge, skill, or training in a particular field

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expert"
entrepreneur

a person who starts a business, especially one who takes financial risks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entrepreneur"
treatment

an action that is done to relieve pain or cure a disease, wound, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treatment"
motivation

the driving force or reason behind someone's actions, behaviors, or desires

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motivation"
attention

the act of taking notice of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attention"
understandable

easy to comprehend

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "understandable"
epidemic

the rapid spread of an infectious disease within a specific population, community, or region, affecting a significant number of individuals at the same time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epidemic"
factor

one of the things that affects something or contributes to it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "factor"
irresistible

impossible to resist or refuse, usually because of being very appealing or attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irresistible"
specifically

only for one certain type of person or thing

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specifically"
verification

the act of proving the truth or accuracy of something, typically by checking or examining evidence or documentation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verification"
proof

information or evidence that proves the truth or existence of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proof"
to prove

to show that something is true through the use of evidence or facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prove"
humorously

in a funny or amusing way

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "humorously"
disgusting

extremely unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disgusting"
factual

based on facts or reality, rather than opinions or emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "factual"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek