pattern

Επίθετα Κοινωνικών Ανθρώπινων Χαρακτηριστικών - Επίθετα Εκπαιδευτικής και Επαγγελματικής Κατάστασης

Αυτά τα επίθετα παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο τεχνογνωσίας, τα επιτεύγματα ή τα προσόντα ενός ατόμου εντός του τομέα εργασίας ή του ακαδημαϊκού χώρου του.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Social Human Attributes
undergraduate

a student who is trying to complete their first degree in college or university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undergraduate"
graduate

(of a person) having completed studies beyond a bachelor's degree, such as a master's or doctoral degree

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graduate"
junior

lower in rank or position compared to someone else wthin a work environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "junior"
senior

having a higher status or rank than someone else within an organization, profession, or hierarchy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senior"
subordinate

lower in position or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subordinate"
unemployed

without a job and seeking employment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unemployed"
educated

having received a good education

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "educated"
elite

associated with superior status, privilege, or excellence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elite"
retired

no longer working, typically because of old age

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retired"
ranking

holding the highest position or authority within an organization or system

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ranking"
blue-collar

relating to jobs or workers who engage in manual labor or skilled trades

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blue-collar"
white-collar

relating to jobs or workers who perform professional, managerial, or administrative tasks, typically in office settings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white-collar"
superior

higher in status or rank in comparison with someone or something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superior"
commanding

having a position of authority or power

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commanding"
veteran

having extensive experience in a particular field or activity, typically as a result of long service or practice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "veteran"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek