pattern

Επίθετα για το Χρόνο και τον Τόπο - Επίθετα Ακολουθίας

Αυτά τα επίθετα περιγράφουν τη σειρά ή τη διάταξη γεγονότων, αντικειμένων ή ενεργειών σε μια συγκεκριμένη σειρά.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Time and Place
first

(of a thing) coming before everything else in a series or sequence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "first"
initial

related to or happening at the beginning of a series or process

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "initial"
preliminary

occurring before a more important thing, particularly as an act of introduction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preliminary"
introductory

presented before the main subject, topic, etc. to provide context or familiarize

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "introductory"
primal

associated with the earliest stages of evolutionary development, often describing ancient or primeval times

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primal"
early

indicating things that occur near the beginning of a series, development, process, or condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "early"
tertiary

coming third in a sequence or order

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tertiary"
next

coming immediately after a person or thing in time, place, or rank

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "next"
following

coming immediately after a person or thing in time, place, or rank

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "following"
latter

referring to the second of two things mentioned

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "latter"
subsequent

occurring or coming after something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subsequent"
sequential

occurring in a specific order or series, one after the other

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sequential"
successive

happening one after another, in an uninterrupted sequence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "successive"
consecutive

continuously happening one after another

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consecutive"
forthcoming

referring to an event or occurrence that is about to happen very soon

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forthcoming"
middle

occurring between an earlier and later time frame

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle"
former

referring to the first of two things mentioned

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "former"
previous

occurring or existing before what is being mentioned

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "previous"
prior

happening or existing before something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prior"
late

doing or happening after the time that is usual or expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "late"
ultimate

occurring at the end of a process

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ultimate"
final

last in a sequence or process

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "final"
last

immediately preceding the present time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "last"
preceding

coming or occurring before something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preceding"
pursuant

actively chasing something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pursuant"
first-ever

happening for the first time in history or within a specific context

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "first-ever"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek