pattern

Επίθετα Αξιολόγησης και Σύγκρισης - Επίθετα της διαφοράς

Αυτά τα επίθετα περιγράφουν την αντίθεση, τη διάκριση ή την απόκλιση μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, όπως "διαφορετικό", "ανόμοιο", "διακεκριμένο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Evaluation and Comparison
other

being the one that is different, extra, or not included

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "other"
unequal

not the same in size, quantity, quality, or value

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unequal"
opposite

completely different in nature, form, or quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opposite"
alternative

referring to different choices that challenge traditional norms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative"
differential

different in comparison to something else based on the circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "differential"
different

not like another thing or person in form, quality, nature, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "different"
disproportionate

not in proper relation or balance to something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disproportionate"
disparate

not sharing any form of similarity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disparate"
distinct

separate and different in a way that is easily recognized

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distinct"
conflicting

showing opposing ideas or opinions that do not agree, causing confusion or disagreement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conflicting"
dissimilar

(of two or more things) not having common qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissimilar"
divergent

(of opinions, interests, views, etc.) different or moving in separate directions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "divergent"
comparative

evaluated in relation to another thing, considering their similarities or differences

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comparative"
relative

measured or judged in comparison to something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relative"
varied

including or consisting of many different types

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "varied"
contrasting

extremely different from each other

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contrasting"
incompatible

(of two or more things) not able to exist or work together harmoniously due to fundamental differences or contradictions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incompatible"
heterogeneous

composed of a wide range of different things or people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heterogeneous"
inconsistent

not staying the same or predictable in quality or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inconsistent"
variant

differing in certain aspects or characteristics from the standard or common form

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "variant"
non-identical

lacking complete similarity or exactness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "non-identical"
discrete

individually separate and easily identifiable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discrete"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek