pattern

Ανθρωπιστικές Επιστήμες SAT - Κατοικία και Αναψυχή

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την κατοικία και την αναψυχή, όπως "manor", "dweller", "nomadic" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Humanities
amenity

any quality that makes a place more pleasant, comfortable, or joyful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amenity"
accommodation

a place where people live, stay, or work in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accommodation"
mansion

a very large and impressive house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mansion"
manor

a large house in the countryside encircled with an area of land

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manor"
quarters

living accommodations, often within a larger building, used by individuals or groups, such as military personnel or employees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quarters"
bungalow

a one-story construction without stairs, usually with a low roof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bungalow"
longhouse

a long, narrow, single-room building traditionally used as a communal living space by various indigenous peoples

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "longhouse"
settlement

the process of making a new place as permanent residence by people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "settlement"
refuge

a location or circumstance that offers protection and safety

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refuge"
reservation

an area of land set aside by the government for the use of a particular group, often Native American tribes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reservation"
oasis

a place or experience that provides a refreshing escape or relief from a challenging or stressful situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oasis"
residency

the state or period of living in a particular location

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "residency"
abbey

a monastery with a male superior, called abbot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abbey"
facility

a place or a building is designed and equipped for a specific function, such as healthcare, education, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "facility"
dweller

a person or animal that resides in a particular place or habitat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dweller"
inhabitant

a person or animal that resides in a particular place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inhabitant"
rotunda

a round hall or building that often has a rounded roof as well

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rotunda"
hideaway

a secluded place where one can retreat for privacy and solitude

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hideaway"
sanctum

a private place where one can retreat for peace and solitude

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sanctum"
renovation

the process or action of making a building or a piece of furniture look good again by repairing or painting it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "renovation"
mess hall

a large dining area where meals are served, typically in a military or institutional setting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mess hall"
latrine

a shared toilet, typically in a camp, military, or outdoor setting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "latrine"
dispossession

the act of taking a property of high value such as a piece of land or a building away from a person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dispossession"
to refurbish

to make a room or building look more attractive by repairing, redecorating, or cleaning it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refurbish"
to evacuate

to leave a place to be safe from a dangerous situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evacuate"
to vacate

to move out of or exit a place that one previously occupied

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vacate"
to homestead

to settle on a piece of land with the intent of establishing a permanent residence, often under a government-granted right

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to homestead"
impoverished

(of people and areas) experiencing extreme poverty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impoverished"
nomadic

referring to the lifestyle of constantly traveling from place to place, with individuals or groups never staying in one location for an extended period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nomadic"
inaccessible

not able to be reached or entered, usually due to obstacles or restrictions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inaccessible"
voluptuous

richly luxurious and sensually appealing, often in terms of furnishings and decor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voluptuous"
attraction

a place, activity, etc. that is interesting and enjoyable to the public

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attraction"
pastime

an enjoyable activity that a person does regularly in their free time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pastime"
excursion

a short trip taken for pleasure, particularly one arranged for a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excursion"
voyage

a long journey taken on a ship or spacecraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voyage"
recreation

things done in one's free time for pleasure or enjoyment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recreation"
sightseeing

the activity of visiting interesting places in a particular location as a tourist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sightseeing"
itinerary

a plan of the route and the places that one will visit on a journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "itinerary"
layover

a short break or stay in a journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "layover"
expedition

a planned trip made for enjoyment, adventure, or exploration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expedition"
to globe-trot

to travel extensively and visit various places around the world

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to globe-trot"
to disembark

(off passengers) to get off a plane, train, or ship once it has reached its destination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disembark"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek