pattern

Ανθρωπιστικές Επιστήμες SAT - Πόροι και τρόφιμα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με πόρους και τρόφιμα, όπως "forage", "alms", "ravenous" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να λάβετε τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Humanities
quota

(economics) an amount or share that each individual is entitled to receive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quota"
consumption

the action or process of using a resource such as energy or food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumption"
replenishment

the process of refilling or restoring something to its original level or condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "replenishment"
availability

the state of being able to be used, obtained, or accessed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "availability"
alms

money, food, or other donations given to the poor or needy as an act of charity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alms"
resource

(usually plural) means such as equipment, money, manpower, etc. that a person or organization can benefit from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resource"
provisions

supplies of food, drink, or other necessities prepared or provided for a journey, event, or emergency

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "provisions"
allowance

an amount of something that is permitted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allowance"
deprivation

the action of denying someone access to essential needs like food, money, or legal rights

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deprivation"
famine

a situation where there is not enough food that causes hunger and death

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "famine"
starvation

a situation where a person or animal dies or greatly suffers from having no food for a long time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "starvation"
to parcel

to split up something into portions or sections for distribution

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to parcel"
to forage

to search for and collect food, typically in natural surroundings such as forests or fields

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forage"
to scavenge

to search through discarded material or waste in order to find something usable or valuable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scavenge"
to deplete

to use up or diminish the quantity or supply of a resource, material, or substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deplete"
to squander

to waste or misuse something valuable, such as money, time, or opportunities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squander"
to expend

to consume or spend resources, energy, or time for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expend"
to allot

to give or distribute a particular thing such as time, money, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to allot"
to allocate

to distribute or assign resources, funds, or tasks for a particular purpose or use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to allocate"
inexhaustible

(of a supply of something) limitless and incapable of running out

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inexhaustible"
thrifty

using money carefully, often in order to save money for future needs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thrifty"
cost-effective

achieving maximum efficiency and results with minimal resources and costs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cost-effective"
convenient

suited to one's comfort or preferences, often in terms of time, location, or availability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convenient"
reusable

able to be used again multiple times

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reusable"
nonrenewable

(of a natural resource or source of energy) existing in limited amounts and not replaceable after being used

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonrenewable"
supplemental

additional food intended to enhance or complete a diet, often used to address nutritional deficiencies

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supplemental"
pastry

a baked good made from dough or batter, often sweetened or filled with ingredients like fruit, nuts, or chocolate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pastry"
dumpling

a sweet dough-based treat that is often filled with fruit or other sweet ingredients, and cooked by boiling, steaming, or baking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dumpling"
broth

a flavorful liquid made by simmering meat, fish, or vegetables in water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broth"
gruel

a thin, watery porridge made by boiling ground grain or meal in water or milk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gruel"
kernel

the inner part of a seed, nut, or fruit pit that is often edible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kernel"
fudge

a creamy brown sweet made with milk, sugar, and butter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fudge"
liquor

any kind of alcoholic drink made through the process of heating and cooling, such as whiskey, vodka, rum, gin, and tequila

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liquor"
minestrone

a type of soup that contains pasta and vegetables, originated in Italy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minestrone"
veal

meat of a young cow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "veal"
leavening

a substance typically used in dough to make it rise by producing gas bubbles, resulting in a lighter and softer texture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leavening"
brisket

meat cut from the chest of an animal, especially a cow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brisket"
staple

a type of food that is very common among people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "staple"
puree

a type of food in the form of a smooth cream made by crushing fruit and mixing with cooked vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "puree"
batter

a mixture consisting of flour, milk, and eggs, used for making pancakes, or for covering food before frying

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "batter"
ingredient

a substance or material used in making a dish, product, or mixture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingredient"
entree

a small appetizer or a course that comes before the main course

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entree"
catering

the business of providing food, beverages, and other related services for events or occasions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catering"
cuisine

a method or style of cooking that is specific to a country or region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cuisine"
to crave

to strongly desire or seek something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crave"
to gorge

to eat greedily and in large quantities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gorge"
to devour

to eat something eagerly and in large quantities, often implying intense hunger or enjoyment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to devour"
to gobble

to eat something quickly and greedily, often making loud and rapid swallowing sounds

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gobble"
to masticate

to chew food by biting and grinding it with the teeth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to masticate"
to chomp

to chew or bite down on something with a strong, audible, and repeated motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chomp"
culinary

having to do with the preparation, cooking, or presentation of food

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culinary"
ravenous

experiencing extreme hunger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ravenous"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek