pattern

Βιβλίο English File - Προχωρημένο - Μάθημα 8Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 8Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Advanced, όπως "επιβλητικό", "picturesque", "tacky" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Advanced
to travel

to go from one location to another, particularly to a far location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to travel"
tourism

‌the business of providing accommodation, services and entertainment for people who are visiting a place for pleasure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tourism"
imposing

impressive or grand in appearance, size, presence that inspires respect, admiration, or awe

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imposing"
unimposing

not impressive, significant, or noteworthy in appearance, size, or manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unimposing"
breathtaking

incredibly impressive or beautiful, often leaving one feeling amazed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breathtaking"
iconic

widely recognized and regarded as a symbol of a particular time, place, or culture

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "iconic"
lively

(of a place or atmosphere) full of excitement and energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lively"
off the beaten track

in a place that is very far from where people usually go to

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off the beaten (track|path|route)"
picturesque

(particularly of a building or place) having a pleasant and charming appearance, often resembling a picture or painting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "picturesque"
remote

far away in space or distant in position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remote"
unspoilt

remaining in a natural or original state without any alteration, damage, or decay

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unspoilt"
dull

boring or lacking interest, excitement, or liveliness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dull"
to overcrowd

to be filled with more people or things than is comfortable, safe, or desirable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overcrowd"
to overrate

to give something or someone more credit than is deserved

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overrate"
pricey

costing a lot of money

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pricey"
rundown

(of a place or building) in a very poor condition, often due to negligence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rundown"
soulless

lacking emotional or spiritual depth or qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soulless"
tacky

having a cheap or overly showy appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tacky"
touristy

intended for, visited by, or attractive to tourists, in a way that one does not like it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "touristy"
to chill out

to relax and take a break especially when feeling stressed or upset

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chill out"
to extend

to enlarge or lengthen something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to extend"
to get away

to escape from someone or somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get away"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
to go on

to continue without stopping

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go on"
to hit

to strike someone or something with force using one's hand or an object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hit"
to postpone

to arrange or put off an activity or an event for a later time than its original schedule

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to postpone"
to recharge

to refill an electronic device with energy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recharge"
sample

a small amount of a substance taken from a larger amount used for scientific analysis or therapeutic experiment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sample"
to set off

to start a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set off"
to soak up

to fully immerse oneself in an experience

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to soak up"
to wander

to move in a relaxed or casual manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wander"
spoiled

(of food or drink) having gone bad or become unsuitable for consumption

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spoiled"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek