pattern

Βιβλίο Top Notch Θεμελιώδες B - Ενότητα 12 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 12 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Top Notch Fundamentals B, όπως "προτείνω", "ξαπλώνω", "βήχας" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Top Notch Fundamentals B
to suggest

to mention an idea, proposition, plan, etc. for further consideration or possible action

προτείνω, υποδηλώνω

προτείνω, υποδηλώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suggest"
remedy

a treatment or medicine for a disease or to reduce pain that is not severe

φάρμακο, θεραπεία

φάρμακο, θεραπεία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remedy"
ailment

an illness, often a minor one

πάθηση, ασθένεια

πάθηση, ασθένεια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ailment"
headache

a pain in the head, usually persistent

κεφαλαλγία, πονοκέφαλος

κεφαλαλγία, πονοκέφαλος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headache"
stomachache

a pain in or near someone's stomach

πόνος στο στομάχι, κοιλιακός πόνος

πόνος στο στομάχι, κοιλιακός πόνος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stomachache"
earache

a pain inside the ear

ωτίτιδα, πόνος στο αυτί

ωτίτιδα, πόνος στο αυτί

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "earache"
toothache

pain felt in a tooth or several teeth

οδοντόπονος, πονος δοντιού

οδοντόπονος, πονος δοντιού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toothache"
backache

a pain in someone's back

πόνος στην πλάτη, ραχιαλγία

πόνος στην πλάτη, ραχιαλγία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backache"
cold

a mild disease that we usually get when viruses affect our body and make us cough, sneeze, or have fever

κρυολόγημα, ψύχρα

κρυολόγημα, ψύχρα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold"
sore throat

a condition when you feel pain in the throat, usually caused by bacteria or viruses

φαρυγγίτιδα, πόνους στο λαιμό

φαρυγγίτιδα, πόνους στο λαιμό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sore throat"
fever

a condition when the body temperature rises, usually when we are sick

πυρετός, πυρετική κατάσταση

πυρετός, πυρετική κατάσταση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fever"
cough

a condition or disease that makes one cough frequently

κατάρρωμα, βήχας

κατάρρωμα, βήχας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cough"
runny nose

a condition in which the nose produces an excessive amount of fluid or mucus, often as a result of a cold or allergy

ρινική καταρροή, πήγνιο

ρινική καταρροή, πήγνιο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "runny nose"
to take

to consume a drug, medication, or substance in a specified manner, such as swallowing, inhaling, or injecting

λαμβάνω, παίρνω

λαμβάνω, παίρνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
to lie down

to put one's body in a flat position in order to sleep or rest

ξαπλώνω, κοιμάμαι

ξαπλώνω, κοιμάμαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lie down"
to have

to eat or drink something

έχω, τρώω

έχω, τρώω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
tea

a hot drink made by soaking leaves, flowers, fruits, or herbs in hot water

τσάι, θερμός ρόφημα

τσάι, θερμός ρόφημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tea"
to see

to have a meeting with a specialist for advice, examination, etc.

βλέπω, επισκέπτομαι

βλέπω, επισκέπτομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to see"
doctor

someone who has studied medicine and treats sick or injured people

γιατρός, ιατρός

γιατρός, ιατρός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doctor"
dentist

someone who is licensed to fix and care for our teeth

οδοντίατρος, οδοντογιατρός

οδοντίατρος, οδοντογιατρός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dentist"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek