pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 1 - 1C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1Γ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως «αναθεώρηση», «προσβολή», «τηλέφωνο» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
to calm down

to become less angry, upset, or worried

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to calm down"
to go out

to leave the house and attend a specific social event to enjoy your time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go out"
to phone

to make a phone call or try to reach someone on the phone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to phone"
to make

to form, produce, or prepare something, by putting parts together or by combining materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
plan

a chain of actions that will help us reach our goals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plan"
to take a break

to stop working or doing an activity temporarily in order to rest, relax, etc.

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] a break"
to tell

to use words and give someone information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tell"
truth

the true principles or facts about something, in contrast to what is imagined or thought

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "truth"
to take offense

to feel upset, insulted, or resentful by something someone said or did

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] offense"
to give somebody a call

to contact or telephone someone to have a conversation or communicate information

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [give] {sb} a call"
to make an excuse

to give a reason or explanation to avoid doing something or to explain a mistake or failure

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] an excuse"
lie

a statement that is false and used intentionally to deceive someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lie"
to finish

to make something end

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to finish"
plan

a chain of actions that will help us reach our goals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plan"
revision

the act of examining and making corrections or alterations to a text, plan, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "revision"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek