pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 2 - 2Ε

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - 2Ε στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως «απόπειρα», «ολοκλήρωση», «έκρηξη» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
to attempt

to try to complete or do something difficult

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attempt"
attempt

the action or endeavor of trying to complete a task or achieve a goal, often one that is challenging

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attempt"
completion

the final step or last effort needed to successfully finish a particular activity or project

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "completion"
complete

having all the necessary parts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complete"
achievement

the action or process of reaching a particular thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "achievement"
to achieve

to finally accomplish a desired goal after dealing with many difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to achieve"
to need

to want something or someone that we must have if we want to do or be something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to need"
exploration

the act of traveling through unfamiliar areas in order to gain knowledge or discover new information

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exploration"
to explore

to visit places one has never seen before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to explore"
experience

the skill and knowledge we gain from doing, feeling, or seeing things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experience"
dream

a series of images, feelings, or events happening in one's mind during sleep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dream"
to circumnavigate

to travel all the way around something, especially the globe, by sea, air, or land

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to circumnavigate"
circumnavigation

he act of traveling all the way around something, usually the Earth, by boat, airplane, or other means of transportation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circumnavigation"
thunder

a long, loud sound that comes after lightning during a storm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thunder"
to entertain

to amuse someone so that they have an enjoyable time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to entertain"
entertainment

movies, television shows, etc. or an activity that is made for people to enjoy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entertainment"
to erupt

to start suddenly and violently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to erupt"
eruption

the sudden outburst of lava and steam from a volcanic mountain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eruption"
examination

the process of looking closely at something to identify any issues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "examination"
to examine

to analyze someone or something in detail

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to examine"
to motivate

to make someone want to do something by giving them a reason or encouragement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to motivate"
motivation

the driving force or reason behind someone's actions, behaviors, or desires

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motivation"
to relax

to feel less worried or stressed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relax"
relaxation

the state of being free from tension, stress, and anxiety

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relaxation"
to rescue

to save a person or thing from danger, harm, or a bad situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rescue"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek