pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 1 - 1 ΣΤ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1ΣΤ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως "διάστρωμα", "μώλωπα", "ταξίδι" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
to burn

to be on fire and be destroyed by it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn"
to cut

to divide a thing into smaller pieces using a sharp object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut"
to hurt

to cause injury or physical pain to yourself or someone else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurt"
to injure

to physically cause harm to a person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to injure"
to fall

to quickly move from a higher place toward the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall"
to trip

to slip or hit something with the foot accidentally that makes one fall or lose balance momentarily

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trip"
to slip

to slide or move sideways, often unintentionally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slip"
to break

to separate something into more pieces, often in a sudden way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break"
to bleed

to lose blood from an injury or wound

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bleed"
to sprain

(of a ligament) to be suddenly twisted, which results in much pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sprain"
ankle

the joint that connects the foot to the leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ankle"
wrist

the joint connecting the hand to the arm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrist"
blood

the red liquid that the heart pumps through the body, carrying oxygen to and carbon dioxide from the tissues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blood"
broken

(of a thing) physically divided into pieces, because of being damaged, dropped, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broken"
cut

a break or opening in the skin or flesh, often caused by a sharp object or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cut"
burn

a mark or injury that is caused by exposure to fire, acid, heat, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burn"
injury

any physical damage to a part of the body caused by an accident or attack

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injury"
sprain

a painful injury resulting in the sudden twist of a bone or joint, particularly one's wrist or ankles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sprain"
pain

the unpleasant feeling caused by an illness or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pain"
bruise

an injury on the skin that appears as a dark mark, caused by a blow involving the rupture of vessels underneath

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bruise"
accident

an unexpected and unpleasant event that happens by chance, usually causing damage or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accident"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek