pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 2 - 2G

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - 2G στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως "dinghy", "paddle", "wetsuit" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
sport

a physical activity or competitive game with specific rules that people do for fun or as a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sport"
equipment

the necessary things that you need for doing a particular activity or job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equipment"
boot

a type of strong shoe that covers the foot and ankle and often the lower part of the leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boot"
helmet

a hard hat worn by soldiers, bikers, etc. for protection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helmet"
dinghy

a small boat made of rubber or wood that It is used for fun or to travel short distances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dinghy"
life jacket

a special type of vest worn to help keep a person afloat in water, especially in case of an emergency

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life jacket"
paddle

a tool used to move a boat or raft through the water, consisting of a long handle with a flat or curved blade on one end

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paddle"
pole

a sports equipment made of fiberglass, used for vaulting over a high bar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pole"
rope

a long, flexible cord made by twisting together strands of fibers, wire, or other material, used for tying, pulling, or supporting things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rope"
rucksack

a bag designed for carrying on the back, usually used by those who go hiking or climbing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rucksack"
safety harness

a piece of equipment worn to protect a person from injury or death by securing them to a stationary object

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safety harness"
ball

a round object that is used in games and sports, such as soccer, basketball, bowling, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ball"
bat

a long and thin sports tool used for hitting a ball in games like baseball, cricket, or tennis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bat"
glove

item of clothing for our hands with a separate space for each finger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glove"
goal

a specific area usually marked by a net or structure, where players attempt to score points by getting a ball, puck, or other game object into it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goal"
goggles

a type of eyewear that are designed to protect the eyes from harm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goggles"
hoop

(in basketball) the metal rim attached to a backboard through which a player attempts to throw the ball in order to score points

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hoop"
mask

a covering for the face, typically made of cloth, paper, or plastic, worn to protect or hide the face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mask"
net

the barrier in the middle of a court over which players hit the ball, used in sports such as tennis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "net"
puck

a small, flat rubber disk used in ice hockey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "puck"
racket

an object with a handle, an oval frame and a tightly fixed net, used for hitting the ball in sports such as badminton, tennis, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "racket"
running shoe

a shoe that is light, comfortable, and suitable for running and other sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "running shoe"
shirt

a piece of clothing usually worn by men on the upper half of the body, typically with a collar and sleeves, and with buttons down the front

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shirt"
shorts

short pants that end either above or at the knees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shorts"
skate

a type of shoe with two pairs of small wheels attached to the bottom, for moving on a hard, flat surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skate"
sock

a soft item of clothing we wear on our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sock"
stick

a long, slender implement typically made of wood that is used by players in sports such as hockey or polo to hit a puck or ball

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stick"
surfboard

a long board we stand or lie on to ride waves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surfboard"
swimming trunks

the shorts men or boys wear to go swimming

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimming trunks"
swimming costume

a type of clothing worn by people when swimming or participating in water sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimming costume"
vest

a sleeveless piece of clothing that is worn under a jacket and over a shirt

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vest"
wetsuit

a tight-fitting piece of clothing made of rubber that is worn by underwater swimmers to remain warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wetsuit"
basketball

a type of sport where two teams, with often five players each, try to throw a ball through a net that is hanging from a ring and gain points

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basketball"
climbing

the activity or sport of going upwards toward the top of a mountain or rock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climbing"
football

a sport played with a round ball between two teams of eleven players each, aiming to score goals by kicking the ball into the opponent's goalpost

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "football"
surfing

the sport or activity of riding a surfboard to move on waves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surfing"
angry

feeling very annoyed or upset because of something that we do not like

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "angry"
bored

tired and unhappy because there is nothing to do or because we are no longer interested in something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bored"
calm

not showing worry, anger, or other strong emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calm"
excited

feeling very happy, interested, and energetic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excited"
nervous

worried and anxious about something or slightly afraid of it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous"
relaxed

feeling calm and at ease without tension or stress

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relaxed"
scared

feeling frightened or anxious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scared"
shocked

very surprised or upset because of something unexpected or unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shocked"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek