pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 6 - 6Η

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Η στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως "σουβενίρ", "θεματικό πάρκο", "μίσθωση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
holiday

a period of time away from home or work, typically to relax, have fun, and do activities that one enjoys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday"
activity

something that a person spends time doing, particularly to accomplish a certain purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activity"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
to buy

to get something in exchange for paying money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to buy"
souvenir

something that we usually buy and bring back for other people from a place that we have visited on vacation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "souvenir"
to hire

to pay someone to do a job

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hire"
bike

a vehicle that has two wheels and moves when we push its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bike"
to visit

to go somewhere because we want to spend time with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to visit"
art gallery

a building where works of art are displayed for the public to enjoy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "art gallery"
to go up

to go to a higher place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go up"
tower

a tall and often narrow building that stands alone or is part of a castle, church, or other larger buildings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tower"
to take

to reach for something and hold it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
boat trip

a journey or trip taken by boat for pleasure or transportation purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boat trip"
museum

a place where important cultural, artistic, historical, or scientific objects are kept and shown to the public

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "museum"
castle

a large and strong building that is protected against attacks, in which the royal family lives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "castle"
cathedral

the largest and most important church of a specific area, which is controlled by a bishop

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cathedral"
theme park

a large park, with machines and games that are all related to a single concept, designed for public entertainment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theme park"
water park

a large park with swimming pools, water slides, etc. that people go to swim and have fun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "water park"
swimming

the act of moving our bodies through water with the use of our arms and legs, particularly as a sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimming"
cycling

the sport or activity of riding a bicycle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cycling"
surfing

the sport or activity of riding a surfboard to move on waves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surfing"
kayak

a type of boat that is light and has an opening in the top in which the paddler sits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kayak"
abseil

a sport that involves descending a vertical surface, such as a rock face or a building, using a rope and specialized equipment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abseil"
mountain biking

the activity or sport of riding a mountain bike over rough ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountain biking"
walk

a short journey we take on foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "walk"
bike

a vehicle that has two wheels and moves when we push its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bike"
to ride

to sit on open-spaced vehicles like motorcycles or bicycles and be in control of their movements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ride"
car

a road vehicle that has four wheels, an engine, and a small number of seats for people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car"
to play

to take part in a game or activity for fun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
table tennis

a game played on a table by two or four players who bounce a small ball on the table over a net using special rackets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "table tennis"
beach

an area of sand or small stones next to a sea or a lake

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beach"
volleyball

a type of sport in which two teams of 6 players try to hit a ball over a net and into the other team's side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volleyball"
card

any of the 52 stiff rectangular pieces of paper that are each characterized by their signs and numbers or pictures on one side, used in playing different card games

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "card"
board game

any game that is consisted of a board with movable objects on it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "board game"
to lie

(of a person or animal) to be in a resting position on a flat surface, not standing or sitting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lie"
to eat out

to eat in a restaurant, etc. rather than at one's home

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek