pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 9 - 9Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9Α στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως «κατασκευή», «δέρμα», «νάιλον» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
material

a substance from which things can be made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "material"
cardboard

a thick and stiff type of paper material that is often used for packaging and making boxes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cardboard"
ceramic

created by molding clay into a desired shape and then baking the clay at a high temperature to harden it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ceramic"
concrete

a hard material used for building structures, made by mixing cement, water, sand, and small stones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concrete"
copper

a metallic chemical element that has a red-brown color, primarily used as a conductor in wiring

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "copper"
glass

a container that is used for drinks and is made of glass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glass"
gold

a valuable yellow-colored metal that is used for making jewelry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gold"
iron

a metallic chemical element with a silvery-gray appearance, widely used for making tools, steel, buildings, and various industrial products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "iron"
leather

strong material made from animal skin and used for making clothes, bags, shoes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leather"
nylon

a tough synthetic fiber that is light and elastic, used in textile industry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nylon"
paper

the thin sheets on which one can write, draw, or print things, also used as wrapping material

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paper"
plastic

a light substance produced in a chemical process that can be formed into different shapes when heated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plastic"
rubber

a material that is elastic, water-resistant, and often used in various products such as tires, gloves, and erasers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rubber"
steel

a type of hard metal that is made of a mixture of iron and carbon, used in construction of buildings, vehicles, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steel"
stone

a hard material, usually made of minerals, and often used for building things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stone"
wood

the hard material that the trunk and branches of a tree or shrub are made of, used for fuel or timber

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wood"
stash

an amount of something that is kept hidden

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stash"
sandal

an open shoe that fastens the sole to one's foot with straps, particularly worn when the weather is warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandal"
table tennis door

a foldable door that can be transformed into a makeshift ping pong table

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "table tennis door"
mains power

the electricity supply that is distributed to households, businesses, and other facilities through power grids and transmission lines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mains power"
battery-powered

using a battery as the main source of energy to operate a device or equipment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "battery-powered"
solar power

energy that is generated from the sun's radiation using solar panels, which convert sunlight into electricity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar power"
shape

the outer form or edges of something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shape"
power

(physics) the measure of the rate at which work is done, and is typically measured in watts, which are equivalent to joules per second

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "power"
straight

in a manner that is not curved

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
curved

having a shape that is rounded or bent rather than straight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curved"
rectangular

shaped like a rectangle, with four right angles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rectangular"
spherical

of or relating to spheres or resembling a sphere

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spherical"
square

a shape with four equal straight sides and four right angles, each measuring 90°

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "square"
triangular

shaped like a triangle, with three sides and three angles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "triangular"
circular

having a shape like a circle

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circular"
cordless

(of adevice or equipment) not connected to a power source by a cord or cable, and instead uses a battery or other means of power

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cordless"
rechargeable

(of a battery or device) capable of being supplied with electrical power again

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rechargeable"
construction

the act or process of making or building a house, bridge, machine, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "construction"
glass

a container that is used for drinks and is made of glass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glass"
steel

a type of hard metal that is made of a mixture of iron and carbon, used in construction of buildings, vehicles, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steel"
wheel

a round object attached to a vehicle from its center, which allows a person can move the vehicle in different directions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheel"
long

(of a person) having a greater than average height

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long"
handle

a part of an object designed for grasping, holding, or carrying it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handle"
base

a place with buildings and facilities for military operations and activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "base"
lid

the removable cover at the top of a container

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lid"
to press

to push a thing tightly against something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to press"
to get

to receive or come to have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
to post

to publish, display, or make available online or in a physical location for others to see or read

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to post"
to come

to move toward a location that the speaker considers to be close or relevant to them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come"
aluminum

a light silver-gray metal used primarily for making cooking equipment and aircraft parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aluminum"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek