pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 7 - 7Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Α στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως «μεσίτης ακινήτων», «καλλυντικά», «πλυντήριο» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
number

a word, sign, or symbol that represents a specific quantity or amount

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "number"
currency

the type or system of money that is used by a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "currency"
dollar

the unit of money in the US, Canada, Australia and several other countries, equal to 100 cents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dollar"
euro

the money that most countries in Europe use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "euro"
pound

the currency of the UK and some other countries that is equal to 100 pence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pound"
yen

the official currency of Japan, which is used in all aspects of Japanese society, including buying goods and services and paying wages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yen"
shop

a building or place that sells goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shop"
service

the work done by a person, organization, company, etc. for the benefit of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "service"
baker's

a store that specializes in baking and selling bread, cakes, pastries, and other baked goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baker's"
bank

a financial institution that keeps and lends money and provides other financial services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bank"
butcher's

a store that provides a variety of meats, mainly beef, pork, and lamb to customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "butcher's"
charity

an organization that helps those in need by giving them money, food, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charity"
shop

a building or place that sells goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shop"
chemist's

a place where one can buy medicines, cosmetic products, and toiletries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemist's"
coffee shop

a type of small restaurant where people can drink coffee, tea, etc. and usually eat light meals too

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coffee shop"
clothes shop

a store that sells clothing items, such as shirts, pants, dresses, and jackets, for people to wear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothes shop"
cosmetics

any type of substance that one puts on one's skin, particularly the face, to make it look more attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cosmetics"
delicatessen

a shop or section of a store that sells high-quality, ready-to-eat foods like cold cuts, cheeses, and salads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delicatessen"
do it yourself

the act of repairing, making, or doing things by oneself instead of paying a professional to do them

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "do it yourself"
store

a shop of any size or kind that sells goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "store"
florist's

a shop that sells flowers and makes floral arrangements for events like weddings and funerals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "florist's"
garden

a piece of land where flowers, trees, and other plants are grown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garden"
center

a large building or complex with shops, businesses, and entertainment for people to visit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "center"
greengrocer's

a shop that sells fresh fruits and vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greengrocer's"
hairdresser's

a place of business where people go to have their hair cut, styled, colored, or treated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairdresser's"
jeweller's

a shop or a person who makes, sells, and repairs jewellery and watches

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jeweller's"
launderette

a place where one can wash and dry one's clothes using coin-operated machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "launderette"
newsagent's

a type of shop where a person can buy newspapers, magazines, and sweets, usually located in busy areas like train stations or shopping centers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "newsagent's"
optician's

a shop that sells glasses and contact lenses and also provides eye exams and fitting services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optician's"
post office

a place where we can send letters, packages, etc., or buy stamps

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "post office"
shoe shop

a store that sells shoes of various styles and sizes to customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoe shop"
stationer's

a stationer's is a shop that sells paper, writing materials, office supplies, and sometimes newspapers and magazines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stationer's"
takeaway

a meal bought from a restaurant or store to be eaten somewhere else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "takeaway"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
to bargain

to negotiate the terms of a contract, sale, or similar arrangement for a better agreement, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bargain"
coupon

a small piece of document that is used for buying things with a lower price

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coupon"
discount

the act of reducing the usual price of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discount"
code

a set of rules or standards that guide how people should behave or act

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "code"
price tag

a label on an item that shows how much it costs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "price tag"
receipt

a written or printed document that shows the payment for a set of goods or services has been made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receipt"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
sale

the act of selling something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sale"
estate agent

a person whose job is to help clients rent or buy properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "estate agent"
special offer

a limited-time promotion or discount on a product or service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "special offer"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek