pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 8 - 8Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 - 8Α στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως «εμπρηστής», «λεηλασία», «ένοχος» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
arsonist

a person who intentionally starts fires, often for criminal purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arsonist"
burglar

someone who illegally enters a place in order to steal something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burglar"
burglary

the crime of entering a building to commit illegal activities such as stealing, damaging property, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burglary"
mugging

the act of threatening someone or beating them in order to gain some money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mugging"
mugger

a person who attacks and robs people in a public place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mugger"
murder

the crime of ending a person's life deliberately

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "murder"
murderer

a person who is guilty of killing another human being deliberately

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "murderer"
theft

the illegal act of taking something from a place or person without permission

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theft"
thief

someone who steals something from a person or place without using violence or threats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thief"
to break

to separate something into more pieces, often in a sudden way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break"
to damage

to physically harm something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to damage"
to kill

to end the life of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kill"
to sell

to give something to someone in exchange for money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sell"
to steal

to take something from someone or somewhere without permission or paying for it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to steal"
crime

an unlawful act that is punishable by the legal system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crime"
criminal

someone who does or is involved in an illegal activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criminal"
arson

the criminal act of setting something on fire, particularly a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arson"
to burgle

to illegally enter a place in order to commit theft

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burgle"
looting

the act of stealing goods or property from a place, especially during a time of chaos or disorder

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "looting"
looter

someone who steals things from a place during a time of unrest or disaster

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "looter"
to loot

to illegally obtain or exploit copyrighted or patented material for personal gain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to loot"
to mug

to steal from someone by threatening them or using violence, particularly in a public place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mug"
robbery

the crime of stealing money or goods from someone or somewhere, especially by violence or threat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robbery"
shoplifting

the crime of taking goods from a store without paying for them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoplifting"
shoplifter

a person who secretly takes goods from a store without paying

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoplifter"
to shoplift

to steal goods from a store by secretly taking them without paying

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shoplift"
to smuggle

to move goods or people illegally and secretly into or out of a country

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smuggle"
smuggler

an individual who illegally and secretly imports or exports goods or people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smuggler"
vandalism

the illegal act of purposefully damaging a property belonging to another person or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vandalism"
vandal

someone who intentionally damages or destroys public or private property

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vandal"
to appeal

to officially ask a higher court to review and reverse the decision made by a lower court

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appeal"
witness

a person who sees an event, especially a criminal scene

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "witness"
to identify

to be able to say who or what someone or something is

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to identify"
culprit

a person who is responsible for a crime or wrongdoing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culprit"
to interview

to ask someone questions about a particular topic on the TV, radio, or for a newspaper

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interview"
suspect

a person or thing that is thought to be the cause of something, particularly something bad

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspect"
to launch

to start an organized activity or operation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to launch"
investigation

an attempt to gather the facts of a matter such as a crime, incident, etc. to find out the truth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investigation"
arrest

the legal act of capturing someone and taking them into custody by law enforcement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrest"
patrol

the act of going around a place at regular intervals to prevent a crime or wrongdoing from being committed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patrol"
area

a particular part or region of a city, country, or the world

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "area"
to search

to try to find something or someone by carefully looking or investigating

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to search"
house

a building where people live, especially as a family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "house"
footage

the raw material that is filmed by a video or movie camera

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "footage"
to study

to spend time to learn about certain subjects by reading books, going to school, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to study"
closed-circuit television

a system in which a number of cameras send their feed to television sets to protect a place and its occupants from crime

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "closed-circuit television"
to vandalize

to intentionally damage something, particularly public property

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vandalize"
police work

the job done by police officers, which includes preventing and solving crimes, maintaining public order, and enforcing the law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "police work"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek