pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 7 - 7C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Γ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως "χρέωση", "σπατάλη", "επιστροφή χρημάτων" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
money

something that we use to buy and sell goods and services, can be in the form of coins or paper bills

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "money"
to afford

to be able to pay the cost of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to afford"
to be short of something

to not have enough of something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] short of {sth}"
to borrow

to use or take something belonging to someone else, with the idea of returning it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to borrow"
to buy

to get something in exchange for paying money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to buy"
to charge

to ask a person to pay a certain amount of money in return for a product or service

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to charge"
cost

an amount we pay to buy, do, or make something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cost"
to get

to receive or come to have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
to give

to hand a thing to a person to look at, use, or keep

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
to lend

to give someone something, like money, expecting them to give it back after a while

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lend"
to lose

to be deprived of or stop having someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose"
to owe

to have the responsibility of paying someone back a certain amount of money that was borrowed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to owe"
to pay for something

to give money or something else of value in exchange for goods or services

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay for {sth}"
to run out

to use the available supply of something, leaving too little or none

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run out"
to save

to keep someone or something safe and away from harm, death, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to save"
to save up

to set money or resources aside for future use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to save up"
to sell

to give something to someone in exchange for money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sell"
to spend

to use money as a payment for services, goods, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
to waste

to use something without care or more than needed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to waste"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek