pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Εισαγωγή - ΙΑ - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Introduction - IA - Part 1 στο Solutions Intermediate coursebook, όπως "κάστρο", "εκδρομή", "καγιάκ" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
beach

an area of sand or small stones next to a sea or a lake

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beach"
volleyball

a type of sport in which two teams of 6 players try to hit a ball over a net and into the other team's side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volleyball"
bike

a vehicle that has two wheels and moves when we push its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bike"
ride

a journey on a horse, bicycle, or automobile

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ride"
card

any of the 52 stiff rectangular pieces of paper that are each characterized by their signs and numbers or pictures on one side, used in playing different card games

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "card"
excursion

a short trip taken for pleasure, particularly one arranged for a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excursion"
castle

a large and strong building that is protected against attacks, in which the royal family lives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "castle"
mountain biking

the activity or sport of riding a mountain bike over rough ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountain biking"
theme park

a large park, with machines and games that are all related to a single concept, designed for public entertainment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theme park"
to visit

to go somewhere because we want to spend time with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to visit"
museum

a place where important cultural, artistic, historical, or scientific objects are kept and shown to the public

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "museum"
cathedral

the largest and most important church of a specific area, which is controlled by a bishop

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cathedral"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
swimming

the act of moving our bodies through water with the use of our arms and legs, particularly as a sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimming"
cycling

the sport or activity of riding a bicycle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cycling"
abseil

a sport that involves descending a vertical surface, such as a rock face or a building, using a rope and specialized equipment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abseil"
walk

a short journey we take on foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "walk"
boat trip

a journey or trip taken by boat for pleasure or transportation purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boat trip"
to hire

to pay someone to do a job

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hire"
kayak

a type of boat that is light and has an opening in the top in which the paddler sits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kayak"
to play

to take part in a game or activity for fun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
table tennis

a game played on a table by two or four players who bounce a small ball on the table over a net using special rackets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "table tennis"
board game

any game that is consisted of a board with movable objects on it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "board game"
to lie

to occupy a particular position or place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lie"
beach

an area of sand or small stones next to a sea or a lake

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beach"
to eat out

to eat in a restaurant, etc. rather than at one's home

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat out"
to buy

to get something in exchange for paying money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to buy"
souvenir

something that we usually buy and bring back for other people from a place that we have visited on vacation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "souvenir"
to sunbathe

to lie or sit in the sun in order to darken one's skin

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sunbathe"
tourist

someone who visits a place or travels to different places for pleasure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tourist"
visitor

someone who enters a place, such as a building, city, or website, for a particular purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visitor"
attraction

a place, activity, etc. that is interesting and enjoyable to the public

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attraction"
aquarium

a large container usually made of glass that is filled with water in which fish and other sea creatures are kept

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aquarium"
busy

having so many things to do in a way that leaves not much free time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "busy"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek