pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Εισαγωγή - IC

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Introduction - IC στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως "outgoing", "proud", "delighted" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
to describe

to give details about someone or something to say what they are like

περιγράφω, απαντώ

περιγράφω, απαντώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to describe"
feeling

an emotional state or sensation that one experiences such as happiness, guilt, sadness, etc.

αίσθημα, συναίσθημα

αίσθημα, συναίσθημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feeling"
anxious

feeling nervous or worried because of thinking something unpleasant might happen

αγχωμένος, νευρικός

αγχωμένος, νευρικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anxious"
ashamed

feeling embarrassed, guilty, or sorry about one's actions, characteristics, or circumstances

ντροπιασμένος, αισχυνμένος

ντροπιασμένος, αισχυνμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ashamed"
bored

tired and unhappy because there is nothing to do or because we are no longer interested in something

βαρετός, αδιάφορος

βαρετός, αδιάφορος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bored"
confused

feeling uncertain or not confident about something because it is not clear or easy to understand

μπερδεμένος, σύγχυσης

μπερδεμένος, σύγχυσης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confused"
cross

feeling annoyed, irritated, or angry

θυμωμένος, εκνευρισμένος

θυμωμένος, εκνευρισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cross"
delighted

filled with great pleasure or joy

ευτυχισμένος, χαρούμενος

ευτυχισμένος, χαρούμενος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delighted"
disappointed

not satisfied or happy with something, because it did not meet one's expectations or hopes

απογοητευμένος, απογοητευτική

απογοητευμένος, απογοητευτική

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disappointed"
embarrassed

feeling ashamed and uncomfortable because of something that happened or was said

ντροπαλός, αμήχανος

ντροπαλός, αμήχανος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassed"
envious

feeling unhappy or resentful because someone has something one wants

ζηλότυπος, φθονερός

ζηλότυπος, φθονερός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "envious"
excited

feeling very happy, interested, and energetic

ενθουσιασμένος, διεγερμένος

ενθουσιασμένος, διεγερμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excited"
frightened

feeling scared or anxious

φοβισμένος, τρομαγμένος

φοβισμένος, τρομαγμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frightened"
proud

feeling satisfied with someone or one's possessions, achievements, etc.

υπερήφανος, περήφανος

υπερήφανος, περήφανος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proud"
relieved

feeling free from worry, stress, or anxiety after a challenging or difficult situation

ανακουφισμένος, ξενοιασμένος

ανακουφισμένος, ξενοιασμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relieved"
shocked

very surprised or upset because of something unexpected or unpleasant

σοκαρισμένος, έκπληκτος

σοκαρισμένος, έκπληκτος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shocked"
suspicious

doubtful about the honesty of what someone has done and having no trust in them

ύποπτος, διστακτικός

ύποπτος, διστακτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspicious"
terrified

feeling extremely scared and afraid

τρομαγμένος, φοβισμένος

τρομαγμένος, φοβισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrified"
upset

feeling unhappy, worried, or disappointed, often because something unpleasant happened

αναστατωμένος, λυπημένος

αναστατωμένος, λυπημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upset"
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

προσωπικότητα, χαρακτήρας

προσωπικότητα, χαρακτήρας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
flexible

capable of bending easily without breaking

εύκαμπτος, ευλύγιστος

εύκαμπτος, ευλύγιστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flexible"
hardworking

(of a person) putting in a lot of effort and dedication to achieve goals or complete tasks

εργατικός, σφιχτός

εργατικός, σφιχτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardworking"
honest

telling the truth and having no intention of cheating or stealing

έντιμος, ειλικρινής

έντιμος, ειλικρινής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honest"
kind

friendly, nice, and caring toward other people's feelings

καλός, ευγενικός

καλός, ευγενικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kind"
loyal

showing firm and constant support to a person, organization, cause, or belief

πιστός, αφοσιωμένος

πιστός, αφοσιωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loyal"
organized

(of a person) managing one's life, work, and activities in an efficient way

οργανωτικός, τακτικός

οργανωτικός, τακτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "organized"
outgoing

enjoying other people's company and social interactions

κοινωνικός, ευχάριστος

κοινωνικός, ευχάριστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outgoing"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

αξιοπιστος, εμπιστευσιμος

αξιοπιστος, εμπιστευσιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
sensitive

capable of understanding other people's emotions and caring for them

ευαίσθητος, ευσυνείδητος

ευαίσθητος, ευσυνείδητος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensitive"
shy

nervous and uncomfortable around other people

ντροπαλός, διστακτικός

ντροπαλός, διστακτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shy"
hopeful

(of a person) having a positive attitude and believing that good things are likely to happen

ελπιδοφόρος, αισιόδοξος

ελπιδοφόρος, αισιόδοξος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hopeful"
hopeless

having no possibility or expectation of improvement or success

απελπισμένος, αναποφάσιστος

απελπισμένος, αναποφάσιστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hopeless"
meaningless

lacking any significance, value, or purpose

άσχετος, ανώφελος

άσχετος, ανώφελος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meaningless"
friendly

kind and nice toward other people

φιλικός, ευγενικός

φιλικός, ευγενικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendly"
snowy

‌(of a period of time or weather) having or bringing snow

χιόνινος, χιονισμένος

χιόνινος, χιονισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snowy"
drinkable

(of a drink) suitable or safe for consuming

πόσιμος (posimos), κατάλληλος για πόση (katallilos gia posi)

πόσιμος (posimos), κατάλληλος για πόση (katallilos gia posi)

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drinkable"
affordable

having a price that a person can pay without experiencing financial difficulties

προσιτός, οικονομικά προσιτός

προσιτός, οικονομικά προσιτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affordable"
adventurous

(of a person) eager to try new ideas, exciting things, and take risks

περιπετειώδης, τολμηρός

περιπετειώδης, τολμηρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adventurous"
mountainous

(of an area) having a lot of mountains

ορεινός, βουνίσιος

ορεινός, βουνίσιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountainous"
impressive

causing admiration because of size, skill, importance, etc.

εντυπωσιακός, θαυμαστός

εντυπωσιακός, θαυμαστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impressive"
supportive

giving encouragement or providing help

υποστηρικτικός, ενθαρρυντικός

υποστηρικτικός, ενθαρρυντικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supportive"
courageous

expressing no fear when faced with danger or difficulty

γενναίος, θαρραλέος

γενναίος, θαρραλέος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "courageous"
dangerous

capable of destroying or causing harm to a person or thing

επικίνδυνος, καταστροφικός

επικίνδυνος, καταστροφικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dangerous"
wonderful

very great and pleasant

καταπληκτικός, θαυμάσιος

καταπληκτικός, θαυμάσιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wonderful"
watchable

enjoyable or interesting to watch

παρακολουθήσιμος, ευχάριστος για παρακολούθηση

παρακολουθήσιμος, ευχάριστος για παρακολούθηση

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "watchable"
helpful

offering assistance or support, making tasks easier or problems more manageable for others

χρήσιμος, βοηθητικός

χρήσιμος, βοηθητικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helpful"
hazardous

presenting danger or threat, particularly to people's health or safety

επικίνδυνος, ακίνδυνος

επικίνδυνος, ακίνδυνος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hazardous"
meaningful

having a significant purpose or importance

σημαντικός, νοηματικός

σημαντικός, νοηματικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meaningful"
careless

not paying enough attention to what we are doing

αμέλιος, αφηρημένος

αμέλιος, αφηρημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "careless"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek