pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Ενότητα 2 - 2Ε

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - 2Ε στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως "λάμπα πλημμύρας", "πύργος", "ηχομόνωση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
flood lamp

a type of lighting device that produces a broad and intense beam of light, typically used for illuminating large areas or outdoor spaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flood lamp"
football field

a large rectangular field marked with yard lines and goal lines, used for playing the game of football

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "football field"
main road

a wide and important public road that connects different places and is usually designed to handle heavy traffic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "main road"
mountain range

a group of mountains or hills in a line

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountain range"
safety net

a net used to catch acrobats who fall or jump from a high wire or trapeze in a circus performance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safety net"
sea

the salt water that covers most of the earth’s surface and surrounds its continents and islands

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sea"
shore

the area of land where the land meets a body of water such as an ocean, sea, lake, or river

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shore"
swimming pool

a specially designed structure that holds water for people to swim in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimming pool"
tennis court

an area shaped like a rectangle that is made for playing tennis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tennis court"
tennis player

a person who plays the sport of tennis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tennis player"
tower block

a very tall building that is divided into several apartments or offices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tower block"
bathroom

a room that has a toilet and a sink, and often times a bathtub or a shower as well

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bathroom"
safety barrier

a structure or device designed to prevent or reduce the risk of accidents, danger, or damage in a particular area or situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safety barrier"
dining room

a room that we use to eat meals in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dining room"
recording studio

a place designed and equipped for recording and producing audio tracks and music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recording studio"
wet room

a bathroom or shower room in which the floor, walls, and ceiling are waterproofed, typically allowing for an open shower area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wet room"
whiteboard

a large board with a smooth white surface that we can write on, especially used for teaching or presentations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whiteboard"
golf course

a place where people go to play golf

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "golf course"
boxing ring

a raised platform surrounded by ropes, used for boxing matches

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boxing ring"
climbing wall

a vertical surface that is specially designed to be climbed, often used for sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climbing wall"
basketball court

a rectangular playing surface with baskets or hoops at each end, used for playing the sport of basketball

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basketball court"
ice rink

a large flat surface, typically made of ice, designed for ice-skating, ice hockey, and other winter sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ice rink"
bowling alley

a building or a room where the game of bowling can be played

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bowling alley"
track and field

a sport that involves various athletic events, including running, jumping, and throwing competitions, that are held on a running track

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "track and field"
athletics

any sport involving running, jumping, throwing and other forms of exertion, typically performed competitively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "athletics"
dance studio

a room or space designed specifically for practicing and learning various forms of dance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dance studio"
well-known

widely recognized or acknowledged

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-known"
half-eaten

(particularly of food or meals) not completely finished

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "half-eaten"
record-breaking

surpassing anything that has been done before, particularly beyond any previous record

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "record-breaking"
wind-powered

used to describe something that is powered by the wind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wind-powered"
state-of-the-art

using or containing the most recent and developed methods, technology, materials, or ideas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "state-of-the-art"
meter

the basic unit of measuring length that is equal to 100 centimeters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meter"
air-conditioned

(of vehicles or buildings) equipped with a cooling system that dries the air

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "air-conditioned"
brightly

in a manner that emits a strong or intense light

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brightly"
lit

brightened or made visible by light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lit"
lane

a part of a road that is separated by white lines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lane"
hole

an empty space in the body or surface of something solid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hole"
full-size

having a standard or regular size, without being exceptionally large or small

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full-size"
solar-heated

using the sun's energy to heat something, such as water or a building

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar-heated"
open-air

(of an area or space) situated outside and is not covered or enclosed in any way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open-air"
soundproof

preventing sound from entering or leaving a room or space, typically through the use of special materials or construction techniques

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soundproof"
makeup

any type of substance that one uses to add more color or definition to one's face in order to alter or enhance one's appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "makeup"
well-equipped

having all the necessary tools, supplies, or features for a specific purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-equipped"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek