pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Μονάδα 1 - 1 ΣΤ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1ΣΤ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως "privacy", "idealistic", "disfustful" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
physical change

a change that affects the physical characteristics of a substance without altering its chemical structure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physical change"
emotional

relating to people's emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emotional"
company

the state of being together with someone or something, particularly for the purpose of socializing or companionship

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "company"
privacy

a state in which other people cannot watch or interrupt a person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "privacy"
to make

to form, produce, or prepare something, by putting parts together or by combining materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
decision

a choice or judgment that is made after adequate consideration or thought

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decision"
to tell

to use words and give someone information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tell"
opinion

your feelings or thoughts about a particular subject, rather than a fact

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opinion"
idealistic

believing that ideas and concepts are more important and real than material objects or physical experiences

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "idealistic"
adolescence

a period in one's life between puberty and adulthood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adolescence"
adolescent

a young person who is in the process of becoming an adult

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adolescent"
dependent

unable to survive, succeed, or stay healthy without someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependent"
dependence

the state of relying on or needing someone or something for support, help, or survival

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependence"
freedom

the right to act, say, or think as one desires without being stopped, controlled, or restricted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freedom"
emotion

a strong feeling such as love, anger, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emotion"
private

used by or belonging to only a particular individual, group, institution, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "private"
impatient

unable to wait calmly for something or someone, often feeling irritated or frustrated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impatient"
impatience

the feeling of being extremely annoyed by things not happening in their due time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impatience"
concern

a subject of significance or interest to someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concern"
concerned

feeling worried or troubled about a particular situation or issue

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concerned"
safety

the condition of being protected and not affected by any potential risk or threat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safety"
irritation

a feeling of annoyance or discomfort caused by something that is bothersome or unpleasant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irritation"
irritated

feeling angry or annoyed, often due to something unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irritated"
critical

noting or highlighting mistakes or imperfections

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "critical"
criticism

negative feedback that highlights mistakes or areas for improvement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criticism"
distrustful

(of a person) not having trust or confidence in someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distrustful"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek