pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Ενότητα 1 - 1Α - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1Α - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως "εκατονταετής", "μεσήλικας", "μεταναστείστε" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
stage

one of the phases in which a process or event is divided into

στάδιο, φάση

στάδιο, φάση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stage"
life

the experience or activities that define a person's way of living or interaction with others

ζωή, βίος

ζωή, βίος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life"
adult

a fully grown man or woman

ενήλικας, ενήλικη

ενήλικας, ενήλικη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adult"
centenarian

a person who has reached the age of 100 or more

αιωνόβιος, κεντηνοβίος

αιωνόβιος, κεντηνοβίος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "centenarian"
infant

a very young child, typically from birth to around one year old

βρέφος, νηπίο

βρέφος, νηπίο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infant"
toddler

a young child who is starting to learn how to walk

νήπιο, μικρό παιδί

νήπιο, μικρό παιδί

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toddler"
child

a young person who has not reached puberty or adulthood yet

παιδί, παιδιά

παιδί, παιδιά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "child"
teens

the period of one's life between the age of 13 and 19

έφηβοι, έφηβη ηλικία

έφηβοι, έφηβη ηλικία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teens"
twenties

the decade of someone's life when they are aged 20 to 29 years old

είκοσι, 20s

είκοσι, 20s

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "twenties"
event

anything that takes place, particularly something important

γεγονός, εκδήλωση

γεγονός, εκδήλωση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "event"
grandparent

someone who is our mom or dad's parent

παππούς, γιαγιά

παππούς, γιαγιά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandparent"
university

an educational institution at the highest level, where we can study for a degree or do research

πανεπιστήμιο, Universität

πανεπιστήμιο, Universität

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "university"
house

a building where people live, especially as a family

σπίτι, οικία

σπίτι, οικία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "house"
job

the work that we do regularly to earn money

δουλειά, επαγγελμα

δουλειά, επαγγελμα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "job"
flat

a place with a few rooms in which people live, normally part of a building with other such places on each floor

διαμέρισμα, ενοικίαση

διαμέρισμα, ενοικίαση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flat"
to fall in love

to start loving someone deeply

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [fall] in love"
to buy

to get something in exchange for paying money

αγοράζω, παίρνω

αγοράζω, παίρνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to buy"
to become

to start or grow to be

γίνομαι, καθιστώ

γίνομαι, καθιστώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to become"
to bring up

to look after a child until they reach maturity

αναθρέφω, εκτρέφω

αναθρέφω, εκτρέφω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bring up"
to be

used when naming, or giving description or information about people, things, or situations

είναι, αποτελεί

είναι, αποτελεί

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to be"
to emigrate

to leave one's own country in order to live in a foreign country

μετανάστευω, εγκαταλείπω τη χώρα μου

μετανάστευω, εγκαταλείπω τη χώρα μου

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emigrate"
to get

to experience a specific condition, state, or action

γίνομαι, παίρνω

γίνομαι, παίρνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
to get

to receive or come to have something

παίρνω, λαμβάνω

παίρνω, λαμβάνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
to go

to travel or move from one location to another

πηγαίνω, φεύγω

πηγαίνω, φεύγω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
to grow up

to change from being a child into an adult little by little

μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι

μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow up"
middle-aged

(of a person) approximately between 45 to 65 years old, typically indicating a stage of life between young adulthood and old age

μεσήλικας, μέσης ηλικίας

μεσήλικας, μέσης ηλικίας

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle-aged"
born

brought to this world through birth

γεννημένος, τοκετός

γεννημένος, τοκετός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "born"
young

still in the earlier stages of life

νεαρός, νέος

νεαρός, νέος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "young"
married

having a wife or husband

παντρεμένος, έγγαμος

παντρεμένος, έγγαμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "married"
engaged

having formally agreed to marry someone

αρραβωνιασμένοι, δεσμευμένοι

αρραβωνιασμένοι, δεσμευμένοι

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engaged"
divorced

no longer married to someone due to legally ending the marriage

διαζευγμένος, χωρισμένος

διαζευγμένος, χωρισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "divorced"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek