pattern

Βιβλίο Solutions - Προχωρημένο - Ενότητα 4 - 4Α - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - 4Α - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Advanced, όπως "plateau", "dwindle", "escalate" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Advanced
global

regarding or affecting the entire world

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "global"
population

the number of people who live in a particular city or country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "population"
personal computer

a compact electronic device designed for individual use, capable of performing various tasks such as word processing, internet browsing, and multimedia applications

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personal computer"
smartphone

a portable device that combines the functions of a cell phone and a computer, such as browsing the internet, using apps, making calls, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smartphone"
user

someone who uses a particular device or service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "user"
poverty

the condition of lacking enough money or income to afford basic needs like food, clothing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poverty"
to rise

to grow in number, amount, size, or value

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rise"
to fall

to physically move in a downward direction without necessarily reaching the lowest point

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall"
to crash

(economics) to lose value suddenly and significantly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crash"
to dwindle

to diminish in quantity or size over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dwindle"
to escalate

to become much worse or more intense

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to escalate"
to flatline

to remain the same and fail to make any progress

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flatline"
to fluctuate

to vary or waver between two or more states or amounts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fluctuate"
to level off

to become flat or horizontal after a period of rising or falling

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to level off"
to mount

to gradually rise or increase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mount"
to mushroom

to increase, expand, or multiply rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mushroom"
to outpace

to surpass, exceed, or move faster than someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outpace"
to outstrip

to move faster in comparison to other things or people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outstrip"
to overtake

to catch up to and pass by something or someone that is moving in the same direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overtake"
to plateau

to reach a stable or unchanging level or state after a period of growth or increase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plateau"
to plummet

to decline in amount or value in a sudden and rapid way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plummet"
to plunge

(of prices, values, temperature, etc.) to suddenly decrease in a significant amount

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plunge"
to skyrocket

to increase rapidly and dramatically, often referring to prices, numbers, or success

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skyrocket"
to surpass

to exceed in quality or achievement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surpass"
to tumble

to fall or move in a clumsy, uncontrolled manner, often rolling or turning over

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tumble"
issue

problems or difficulties that arise, especially in relation to a service or facility, which require resolution or attention

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "issue"
armed

equipped with weapons or firearms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "armed"
conflict

a military clash between two nations or countries, usually one that lasts long

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conflict"
climate change

a permanent change in global or regional climate patterns, including temperature, wind, and rainfall

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climate change"
epidemic

the rapid spread of an infectious disease within a specific population, community, or region, affecting a significant number of individuals at the same time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epidemic"
famine

a situation where there is not enough food that causes hunger and death

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "famine"
global capitalism

the economic system characterized by private ownership, free markets, and global trade that operates on a global scale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "global capitalism"
life expectancy

the average number of years a person is expected to live, based on various demographic and health factors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life expectancy"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek