pattern

Βιβλίο Solutions - Προχωρημένο - Μονάδα 7 - 7G

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7G στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Advanced, όπως "safari", "trek", "lounge" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Advanced
holiday

a period of time away from home or work, typically to relax, have fun, and do activities that one enjoys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday"
beach

an area of sand or small stones next to a sea or a lake

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beach"
Caribbean

a sea or body of water located between North and South America, which is connected to the Atlantic Ocean

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Caribbean"
cruise

a journey taken by a ship for pleasure, especially one involving several destinations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cruise"
city break

a short vacation or trip typically taken in a city, often for a weekend or a few days, to explore the sights and attractions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "city break"
road trip

a trip taken by car, typically for leisure or vacation purposes, where the primary mode of transportation is driving on roads and highways

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road trip"
safari

a journey, typically for observing and photographing wild animals in their natural habitat, especially in African countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safari"
sightseeing

the activity of visiting interesting places in a particular location as a tourist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sightseeing"
tour

a journey for pleasure, during which we visit several different places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tour"
skiing

the activity or sport of moving over snow on skis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skiing"
spa

a commercial establishment that offers a range of services related to health, beauty, and relaxation, such as massages, facials, saunas, and hot tubs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spa"
trek

a difficult and lengthy journey, often taken on foot or by hiking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trek"
villa

a country house that has a large garden, particularly the one located in southern Europe or warm regions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "villa"
to admire

to express respect toward someone or something often due to qualities, achievements, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to admire"
scenery

the painted hangings at the background and the accessories on a theater stage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scenery"
to get away from

to start talking about something that is different from the topic of the discussion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get away from"
to sample

to take a small portion or specimen of something for examination, testing, or as a representation of a larger whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sample"
local

related or belonging to a particular area or place that someone lives in or mentions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "local"
to try one's hand at something

to attempt to do something that one has no experience in

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [try] {one's} hand at  {sth}"
water sport

any recreational or competitive activity that takes place on or in water such as swimming and rowing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "water sport"
to take a dip in the sea

to briefly swim or wade in the sea for leisure or recreation

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] a dip in the sea"
to take in

to observe something with one's eyes, often paying close attention to the details

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take in"
to hit the slopes

to go skiing or snowboarding on a mountain slope, typically for leisure or recreation

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [hit] the slopes"
to put one's foot up

to elevate one's foot in order to rest or relax

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [put] {one's} foot up"
to lounge

to relax in a comfortable way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lounge"
pool

a container of water that people can swim in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pool"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek