pattern

Βιβλίο Solutions - Προχωρημένο - Μονάδα 7 - 7C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Γ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Advanced, όπως "διώκω", "παραβατικός", "μολυσμένος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Advanced
jetty

a structure built from a shoreline into a body of water, usually made of concrete or stone, that serves to protect the coast or provide a docking point for boats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jetty"
delinquent

a person, typically young, who regularly engages in illegal or immoral behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delinquent"
loudhailer

a device used to amplify sound, typically for public speaking or making announcements

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loudhailer"
to persecute

to treat someone unfairly or cruelly, often because of their race, gender, religion, or beliefs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to persecute"
mortar

a short-barreled, muzzle-loaded artillery piece that fires explosive shells at high angles for close-range support

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mortar"
haversack

a bag for carrying on the back, usually used by people who go hiking or soldiers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haversack"
doctorate

the highest degree given by a university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doctorate"
contaminated

made impure or polluted by harmful substances, bacteria, or viruses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contaminated"
dinghy

a small boat made of rubber or wood that It is used for fun or to travel short distances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dinghy"
disconsolate

deeply unhappy or dejected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disconsolate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek