pattern

Βιβλίο Solutions - Προχωρημένο - Ενότητα 6 - 6Ε

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Ε στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Advanced, όπως "βγάζω", "ξεπερνάω", "σβήνω" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Advanced
to switch off

to make something stop working usually by flipping a switch

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to switch off"
to leave out

to intentionally exclude someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave out"
to fall out

to no longer be friends with someone as a result of an argument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall out"
to get up

to get on our feet and stand up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get up"
to go off

(of a gun, bomb, etc.) to be fired or to explode

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go off"
to put on

to place or wear something on the body, including clothes, accessories, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put on"
to get on

to enter a bus, ship, airplane, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get on"
to get over

to recover from an unpleasant or unhappy experience, particularly an illness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get over"
to go down

to move from a higher location to a lower one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go down"
to settle down

to find a place to live and embrace a more stable and routine way of life

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to settle down"
to take in

to provide a place for someone to stay temporarily

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take in"
to take off

to remove a piece of clothing or accessory from your or another's body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take off"
to put down

to stop carrying something by putting it on the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put down"
to make up

to create a false or fictional story or information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make up"
to put out

to make something stop burning or shining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek