pattern

Βιβλίο Solutions - Προχωρημένο - Ενότητα 7 - 7Α - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Α - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Advanced, όπως "επιτάχυνση", "συντήρηση", "κορμό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Advanced
safety

the condition of being protected and not affected by any potential risk or threat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safety"
seat

a place in a plane, train, theater, etc. that is designed for people to sit on, particularly one requiring a ticket

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seat"
to stop

to not move anymore

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stop"
to test

to achieve a specific result or evaluation on an assessment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to test"
traffic

the coming and going of cars, airplanes, people, etc. in an area at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traffic"
user

someone who uses a particular device or service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "user"
road

a wide path made for cars, buses, etc. to travel along

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road"
travel

the act of going to a different place, usually a place that is far

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travel"
to accelerate

to make a vehicle, machine or object move more quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accelerate"
brake

a device used to slow down or stop the movement of a vehicle or machine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brake"
to aid

to help or support others in doing something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to aid"
atlas

a collection of maps, charts, and geographical information typically organized by region or topic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atlas"
car

a road vehicle that has four wheels, an engine, and a small number of seats for people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car"
driver

someone who drives a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driver"
maintenance

the act of keeping something in good condition or proper working condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maintenance"
central reservation

a raised barrier or divider separating opposing lanes of traffic on a multi-lane road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "central reservation"
to change

to make a person or thing different

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to change"
gear

a set of mechanical parts or devices that transmit and control power or motion in a machine or vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gear"
cul-de-sac

a street with one closed end

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cul-de-sac"
crossroad

the place where a road is crossed by another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crossroad"
dual carriageway

a road with two separate carriageways, each for traffic traveling in opposite directions, usually divided by a central reservation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dual carriageway"
flyover

a flight maneuver performed by aircraft, typically military, at a low altitude over a specific location, often for display or demonstration purposes, to be observed by spectators on the ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flyover"
to give way

to move aside in order to make space or allow someone or something to pass

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [give] way"
hard shoulder

the outer edge of a road, often paved, where vehicles can stop in case of emergencies or breakdowns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hard shoulder"
to indicate

to express that there are signs or clues that suggest a particular idea or conclusion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to indicate"
kerb

the raised edge or curb along the side of a road or pavement, typically used to separate the road from the sidewalk and provide a barrier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kerb"
lay-by

a designated area at the side of a road where vehicles can pull off and park temporarily, often used for rest stops, emergencies, or loading/unloading purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lay-by"
level crossing

a place where a road or path crosses over a railway line, at the same level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "level crossing"
to overtake

to catch up to and pass by something or someone that is moving in the same direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overtake"
to pull over

to signal or direct a driver to move their vehicle to the side of the road

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull over"
reverse

the mechanical arrangement of gears or components that enables the opposite or backward movement of a machine or vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reverse"
side street

a smaller road or street that intersects with a main road, often providing access to residential or commercial areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "side street"
slip road

a short road or lane that allows vehicles to enter or exit a major road or highway, usually through a separate ramp or junction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slip road"
speed bump

a raised portion of a road surface designed to slow down vehicles in order to increase safety for pedestrians or other drivers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speed bump"
to stall

to cease to make progress or move forward

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stall"
to steer

to control the direction of a moving object, such as a car, ship, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to steer"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek