pattern

Βιβλίο Solutions - Προχωρημένο - Μονάδα 6 - 6C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Γ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Advanced, όπως "διακεκριμένα", "μαλλιούχα", "chaperon" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Advanced
gender

the fact or condition of being male, female or non-binary that people identify themselves with based on social and cultural roles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gender"
health

the general condition of a person's mind or body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "health"
money

something that we use to buy and sell goods and services, can be in the form of coins or paper bills

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "money"
race

a competition between people, vehicles, animals, etc. to find out which one is the fastest and finishes first

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "race"
society

people in general, considered as an extensive and organized group sharing the same laws

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "society"
time

the quantity that is measured in seconds, minutes, hours, etc. using a device like clock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "time"
distinguished

(of a person) very successful and respected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distinguished"
fearless

expressing no signs of fear in face of danger or difficulty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fearless"
hair-raising

causing great fear or excitement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair-raising"
liberal

willing to accept, respect, and understand different behaviors, beliefs, opinions, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liberal"
unbiased

not having favoritism or prejudice towards any particular side or viewpoint

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbiased"
to escort

to accompany or guide someone, usually for protection, support, or courtesy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to escort"
to chaperon

to accompany or supervise someone, typically to ensure their proper behavior or safety, especially in social situations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chaperon"
becoming

(of clothes, colors, hairstyles etc.) enhancing the wearer's appearance and making them more attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "becoming"
fitting

suitable or appropriate for a particular purpose or occasion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fitting"
insignificant

not having much importance, meaning, or influence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insignificant"
unknown

not recognized, familiar, or identified

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unknown"
cowardly

lacking courage, typically avoiding difficult or dangerous situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cowardly"
fainthearted

lacking courage or determination

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fainthearted"
dismal

causing sadness or disappointment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dismal"
dreary

having a dull or uninteresting quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dreary"
intolerant

not open to accept beliefs, opinions, or lifestyles that are unlike one's own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intolerant"
unsuitable

not appropriate or fitting for a particular purpose or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsuitable"
alone

without anyone else

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alone"
great

exceptionally large in degree or amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "great"
valiant

showing courage or determination in the face of danger or adversity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valiant"
thrilling

causing great pleasure or excitement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thrilling"
narrow-minded

not open to new ideas, opinions, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "narrow-minded"
unaccompanied

without receiving any help or support from others

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unaccompanied"
improper

unfit for a particular person, thing, or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "improper"
firefighter

someone whose job is to put out fires and save people or animals from dangerous situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "firefighter"
fireman

a man who works for a fire department and puts out fires

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fireman"
chairperson

a person who presides over a meeting or organization, guiding and overseeing its proceedings and discussions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chairperson"
chairman

someone, especially a man, who is appointed to be in charge of meetings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chairman"
chairwoman

a woman who presides over a meeting or organization, guiding and overseeing its proceedings and discussions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chairwoman"
actor

someone whose job involves performing in movies, plays, or series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actor"
actress

a woman whose job involves performing in movies, plays, or series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actress"
steward

a person who attends to passengers on an airplane, train, or ship

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steward"
stewardess

a woman who works on an airplane, assisting passengers and ensuring their safety and comfort during the flight

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stewardess"
barman

a man whose job involves mixing and serving drinks, particularly alcoholic drinks, in a bar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barman"
barwoman

a woman who works in a bar, serving drinks and attending to customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barwoman"
businessman

a man who does business activities like running a company

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "businessman"
businesswoman

a woman who does business activities like running a company or participating in trade

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "businesswoman"
cleaning lady

a woman employed to clean and maintain the cleanliness of buildings or premises

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cleaning lady"
mankind

the collective human population, including both men and women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mankind"
policeman

a man whose job is to protect people, catch criminals, and make sure that laws are obeyed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "policeman"
policewoman

a woman whose job is to protect people, catch criminals, and make sure that laws are obeyed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "policewoman"
postman

a person, often a man, who is employed to deliver mail and packages to people's homes or other locations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "postman"
salesman

a person, often a man, whose job is to sell products or services to customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salesman"
spokesman

a person, often a man, who is appointed or elected to speak on behalf of a group or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spokesman"
spokeswoman

a woman who speaks on behalf of a group, organization, or cause to convey information, address concerns, or represent their interests

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spokeswoman"
waiter

a man who brings people food and drinks in restaurants, cafes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waiter"
waitress

a woman who brings people food and drinks in restaurants, cafes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waitress"
wife

the lady you are officially married to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wife"
husband

the man you are officially married to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "husband"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek