pattern

Βιβλίο Solutions - Προχωρημένο - Μονάδα 4 - 4F

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - 4F στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Advanced, όπως "blurt", "entreat", "snivel" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Advanced
to blurt

to say something impulsively; often without careful thinking or consideration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blurt"
to chant

to say words or phrases repeatedly and in a rhythmic manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chant"
to entreat

to ask someone in an emotional or urgent way to do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to entreat"
to hiss

to make a sharp, prolonged sound, usually produced by forcing air through the mouth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hiss"
to mouth

to form words and articulate sounds with the lips and tongue in order to communicate verbally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mouth"
to nag

to annoy others constantly with endless complaints

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nag"
to retort

to reply quickly and sharply, often in a clever or aggressive manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retort"
to scold

to criticize in a severe and harsh manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scold"
to snap

to suddenly speak in an angry and harsh tone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to snap"
to snivel

to express dissatisfaction or discomfort in a whiny, tearful, or self-pitying manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to snivel"
to squeal

to make a long high cry such as a pig

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squeal"
to whine

to complain about something while making crying noises

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to whine"
to yell

to shout very loudly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to yell"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek