pattern

Βιβλίο Solutions - Προχωρημένο - Ενότητα 7 - 7Α - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Α - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Advanced, όπως "shriek", "reflector", "saddle" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Advanced
t-junction

a place where one road joins another at a right angle, forming the shape of the letter T

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "t-junction"
to shoot a glance at somebody

to look at someone briefly, usually with a particular emotion or intention

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [shoot] a glance at {sb}"
turn

a place in a road, river, etc. where it bends

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turn"
shriek

a sudden, high-pitched cry or scream that is sharp and piercing in nature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shriek"
attempt

the action or endeavor of trying to complete a task or achieve a goal, often one that is challenging

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attempt"
to call a halt to something

to demand putting an end to something quickly

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [call] a halt to {sth}"
part

any of the pieces making a whole, when combined

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "part"
bicycle

a vehicle with two wheels that we ride by pushing its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bicycle"
lever

a long rigid bar that is put under a heavy object in order to move it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lever"
chain

a set of connected or related things that affect or depend on each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chain"
handlebar

a bar in front of a motorcycle or bicycle that a person takes by hand to control the direction in which they want to travel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handlebar"
pedal

a flat part of a bicycle, which one can push with one's foot to make the bicycle move

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedal"
pump

a mechanical device or machine that is used to move fluids or gases from one place to another by creating a flow or pressure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pump"
reflector

a photographic accessory used to redirect or bounce light onto a subject, typically consisting of a flat or curved surface made of reflective material

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reflector"
saddle

a seat made for riding on the back of a horse or other animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saddle"
spoke

a thin rod that connects the center of a wheel to its outer edge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spoke"
stand

a tool designed for the safe storage of bicycles when not in use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stand"
tyre

a rubber covering filled with air that fits around a vehicle's wheel to help it move smoothly and safely on the road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tyre"
valve

a device for extending the length of the tube in a brass instrument that allows the performer to reach various notes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valve"
comfort

a state of being free from pain, worry, or other unpleasant feelings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comfort"
cost

an amount we pay to buy, do, or make something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cost"
pollution

a change in water, air, etc. that makes it harmful or dangerous

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pollution"
repair

the act of fixing something to make it work again

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repair"
rider

someone who uses a motorcycle or bicycle for transportation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rider"
pedestrian

a person who is on foot and not in or on a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedestrian"
congestion

a state of being overcrowded or blocked, particularly in a street or road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congestion"
to break up

to become separated into pieces

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break up"
to drop in

to visit a place or someone without a prior arrangement, often casually and briefly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drop in"
to drop off

to take a person or thing to a predetermined location and leave afterwards

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drop off"
to get away

to escape from someone or somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get away"
to pass through

to go or move from one place to another, often without stopping or staying for long

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass through"
to pull out

(of a train or bus) to leave a station with passengers on board

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull out"
to put up

to construct a building or object in a particular location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up"
to see off

to accompany someone to their point of departure and say goodbye to them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to see off"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek