pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 12 μάθημα Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 12 Μάθημα Α στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως «χειροτεχνία», «άγρια ​​ζωή», «ανταμοιβή» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
vacation

a span of time which we do not work or go to school, and spend traveling or resting instead, particularly in a different city, country, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacation"
tour

a journey for pleasure, during which we visit several different places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tour"
activity

something that a person spends time doing, particularly to accomplish a certain purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activity"
to buy

to get something in exchange for paying money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to buy"
handicraft

an object made by hand rather than one manufactured by a machine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handicraft"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
club

a place where people, especially young people, go to dance, listen to music, or spend time together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "club"
to listen

to give our attention to the sound a person or thing is making

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to listen"
live

used when an event or performance is happening at the present moment or being broadcast in real-time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "live"
music

a series of sounds made by instruments or voices, arranged in a way that is pleasant to listen to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "music"
to see

to notice a thing or person with our eyes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to see"
wildlife

all wild animals, considered as a whole, living in the natural environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wildlife"
to speak

to use one's voice to express a particular feeling or thought

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speak"
foreign

related or belonging to a country or region other than your own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreign"
language

the system of communication by spoken or written words, that the people of a particular country or region use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "language"
to try

to test something by doing or using it to find out if it is suitable, useful, good, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try"
local

related or belonging to a particular area or place that someone lives in or mentions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "local"
food

things that people and animals eat, such as meat or vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food"
to visit

to go somewhere for a short time, especially to see something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to visit"
landmark

a structure or a place that is historically important

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landmark"
volunteer

someone who enlists in the armed forces without being forced

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volunteer"
cuisine

a method or style of cooking that is specific to a country or region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cuisine"
culture

the general beliefs, customs, and lifestyles of a specific society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culture"
experience

the skill and knowledge we gain from doing, feeling, or seeing things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experience"
concerned

feeling worried or troubled about a particular situation or issue

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concerned"
to protect

to prevent someone or something from being damaged or harmed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to protect"
rewarding

(of an activity) making one feel satisfied by giving one a desirable outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rewarding"
to spend

to pass time in a particular manner or in a certain place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
worry

the state of feeling anxiety

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worry"
detail

a small fact or piece of information

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detail"
to specialize

to have the necessary knowledge, experience, or set of skills in a particular field

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to specialize"
to organize

to make the necessary arrangements for an event or activity to take place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to organize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek