pattern

Βιβλίο Interchange - Αρχάριος - Ενότητα 10 - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Beginner, όπως "αγαπημένο", "δεύτερο", "τένις" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Beginner
favorite

liked or preferred the most among the rest that are from the same category

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "favorite"
sport

a physical activity or competitive game with specific rules that people do for fun or as a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sport"
soccer

a type of sport where two teams, with eleven players each, try to kick a ball into a specific area to win points

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soccer"
second

coming or happening just after the first person or thing

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "second"
ice hockey

a game played on ice by two teams of 6 skaters who try to hit a hard rubber disc (a puck) into the other team’s goal, using long sticks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ice hockey"
basketball

a type of sport where two teams, with often five players each, try to throw a ball through a net that is hanging from a ring and gain points

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basketball"
tennis

a sport in which two or four players use rackets to hit a small ball backward and forward over a net

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tennis"
volleyball

a type of sport in which two teams of 6 players try to hit a ball over a net and into the other team's side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volleyball"
swimming

the act of moving our bodies through water with the use of our arms and legs, particularly as a sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimming"
football

a sport, played by two teams of eleven players who try to score by carrying or kicking an oval ball into the other team's end zone or through their goalpost

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "football"
hockey

a game played by two teams of eleven players on grass or a field, using long sticks to put a hard ball in the opposite team's goal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hockey"
baseball

a game played with a bat and ball by two teams of 9 players who try to hit the ball and then run around four bases before the other team can return the ball

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baseball"
to skate

to move on ice or other smooth surfaces using ice skates, roller skates, or a skateboard

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skate"
snowboarding

a winter sport or activity in which the participant stands on a board and glides over snow, typically on a mountainside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snowboarding"
bike

a vehicle that has two wheels and moves when we push its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bike"
to ride

to sit on open-spaced vehicles like motorcycles or bicycles and be in control of their movements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ride"
hiking

the activity of taking long walks in the countryside or mountains, often for fun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hiking"
quiz

a short test given to students

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiz"
to play

to participate in a game or sport to compete with another individual or another team

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
free time

a period when no work or essential tasks need to be done, allowing for activities of personal choice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free time"
athlete

a person who is good at sports and physical exercise, and often competes in sports competitions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "athlete"
often

on many occasions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "often"
to mean

to have a particular meaning or represent something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mean"
what

used in questions to ask for information or for someone’s opinion

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "what"
who

used in questions to ask about the name or identity of one person or several people

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "who"
where

in what place, situation, or position

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "where"
how

in what manner or in what way

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "how"
when

used when we want to ask at what time something happens

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "when"
twice

for two instances

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "twice"
gym

a place with special equipment that people go to exercise or play sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gym"
talent

an ability that a person naturally has in doing something well

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "talent"
to audition

to give a short performance in order to get a role in a movie, play, show, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to audition"
to enter

to come or go into a place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enter"
to sing

to use our voice in order to produce musical sounds in the form of a tune or song

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sing"
well

in a way that is right, good, or satisfactory

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well"
at all

no degree or amount whatsoever

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at all"
piano

a musical instrument we play by pressing the black and white keys on the keyboard

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "piano"
maybe

used to show uncertainty or hesitation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maybe"
contest

a competition in which participants compete to defeat their opponents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contest"
practice

the act of repeatedly doing something to become better at doing it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practice"
can

to be able to do somehing, make something, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "can"
ability

the fact that one is able or possesses the necessary skills or means to do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ability"
to bake

to cook food, usually in an oven, without any extra fat or liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bake"
cookie

a sweet baked treat typically made with flour, sugar, and other ingredients like chocolate chips or nuts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cookie"
to build

to put together different materials such as brick to make a building, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to build"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek