pattern

Βιβλίο Face2face - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 10 - 10Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - 10Α στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Upper-Intermediate, όπως «νοικοκυριό», «λέβητα», «διακοσμώ» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Upper-intermediate
household

all the people living in a house together, considered as a social unit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "household"
to change

to make a person or thing different

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to change"
battery

an object that turns chemical energy to electricity to give power to a device or machine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "battery"
leak

an opening or gap that allows fluid or gas to escape

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leak"
light bulb

a rounded glass that is inside an electric lamp and from which light shines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light bulb"
to put up

to place something somewhere noticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up"
shelf

a flat, narrow board made of wood, metal, etc. attached to a wall, to put items on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shelf"
tile

a flat piece of baked clay or other material, mostly in the shape of a square, used for covering floors or walls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tile"
lighting

having the amount, quality, and distribution of light in a given space

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lighting"
burglar alarm

an electronic security device that, when activated, emits a loud noise to deter and alert about unauthorized entry into a house, building, or other premises

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burglar alarm"
duvet

a cover for one's bed that is made of two layers of cloth and is filled with feathers, cotton, or other soft materials

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duvet"
to fix

to repair something that is broken

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fix"
roof

the structure that creates the outer top part of a vehicle, building, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roof"
key

a specially shaped piece of metal used for locking or unlocking a door, starting a car, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "key"
to check

to discover information about something or someone by looking, asking, or investigating

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to check"
do it yourself

the act of repairing, making, or doing things by oneself instead of paying a professional to do them

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "do it yourself"
tyre

a rubber covering filled with air that fits around a vehicle's wheel to help it move smoothly and safely on the road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tyre"
oil

a liquid that is smooth and thick, made from animals or plants, and used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oil"
to decorate

to add beautiful things to something in order to make it look more attractive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decorate"
flat

a place with a few rooms in which people live, normally part of a building with other such places on each floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flat"
room

a space in a building with walls, a floor, and a ceiling where people do different activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "room"
bath

the action of washing our body in a bathtub by putting it into water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bath"
to replace

to fill the role or take the place of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to replace"
lock

a device that firmly fastens a door, closet, etc. and usually needs a key to be opened

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lock"
window

a space in a wall or vehicle that is made of glass and we use to look outside or get some fresh air

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "window"
to dry clean

to clean clothing, bedding, or other fabrics using special chemicals and not water

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dry clean"
floor

the bottom of a room that we walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floor"
suite

a series of rooms, particularly in a hotel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suite"
to cut

to divide a thing into smaller pieces using a sharp object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut"
wood

the hard material that the trunk and branches of a tree or shrub are made of, used for fuel or timber

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wood"
to service

to check and fix something so it is becomes ready to be used

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to service"
car

a road vehicle that has four wheels, an engine, and a small number of seats for people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car"
clothes

the things we wear to cover our body, such as pants, shirts, and jackets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothes"
boiler

a closed vessel in which water is heated to create steam or hot water, used for heating buildings, producing electricity, or powering machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boiler"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek