pattern

Βιβλίο Face2face - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 8 - 8Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 - 8Α στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Upper-Intermediate, όπως «δάνειο», «υπερανάληψη», «επιτόκιο» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Upper-intermediate
to invest

to buy houses, shares, lands, etc. with the hope of gaining a profit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invest"
to spend on

to use money in exchange for the purchase of a specific item or the utilization of a particular service

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend on"
to be in credit by number

to have more money in one's account than what one owes or what was initially invested

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] in credit by {num}"
to overdraw

to withdraw more money from a bank account than is available

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overdraw"
debt

an amount of money or a favor that is owed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debt"
on credit

(of a purchase) in a way that is received immediately but paid at a later date

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on credit"
to pay cash

to give money in the form of physical currency or coins as payment for something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [pay] cash"
loan

a sum of money that is borrowed from a bank which should be returned with a certain rate of interest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loan"
to repay

to give back the money that was borrowed or owed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repay"
credit rating

a number that represents how reliable a person or company is when it comes to paying back loans, based on their past financial activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credit rating"
interest rate

the amount that a lender charges a borrower for the use of money, typically calculated based on the amount of the loan and the length of the borrowing period

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interest rate"
current account

a bank account that allows frequent deposits and withdrawals, typically using checks, with no prior notice required

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "current account"
savings account

a bank account that pays interest on one's deposited money and is intended to help one save over time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "savings account"
well-off

having enough money to cover one's expenses and maintain a desirable lifestyle

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-off"
short

lacking a sufficient amount of something in general

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek