pattern

Βιβλίο Face2face - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 7 - 7Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Β στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Upper-Intermediate, όπως "οικονομικό", "επενδυτικό", "βιομηχανοποιημένο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Upper-intermediate
politician

someone who works in the government or a law-making organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "politician"
politics

a set of ideas and activities involved in governing a country, state, or city

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "politics"
political

related to or involving the governance of a country or territory

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "political"
capitalist

related to or characteristic of an economic system where private ownership, profit-making, and market competition are central

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capitalist"
capitalism

an economic and political system in which industry, businesses, and properties belong to the private sector rather than the government

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capitalism"
capital

money or property owned by a person or company that is used for investment or starting a business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capital"
economist

a professional who studies and analyzes economic theories, trends, and data to provide insights into economic issues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economist"
economy

the system in which money, goods, and services are produced or distributed within a country or region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economy"
economic

relating to the production, distribution, and management of wealth and resources within a society or country

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economic"
economical

using resources wisely and efficiently and minimizing waste and unnecessary expenses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economical"
developer

a person or company that prepares a piece of land for residential or commercial use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "developer"
development

a process or state in which something becomes more advanced, stronger, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "development"
developed

created, built, or improved to a more advanced state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "developed"
developing

(especially of a country) growing, improving, or moving towards a more advanced state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "developing"
investor

a person or organization that provides money or resources to a business or project with the expectation of making a profit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investor"
investment

the act or process of putting money into something to gain profit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investment"
industrialist

a person who owns or operates a large business involved in the production or manufacturing of goods, typically in an industrial sector

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industrialist"
industrialized

(of a country or region) having undergone significant economic and technological development

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industrialized"
industry

the manufacture of goods using raw materials, particularly in factories

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industry"
industrial

related to the manufacturing or production of goods on a large scale

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industrial"
producer

a person or organization that creates, designs, or manufactures goods in order to sell them in the market for profit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "producer"
product

something that is created or grown for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "product"
production

the act or process of transforming raw materials or different components into goods that can be used by customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "production"
productive

producing desired results through effective and efficient use of time, resources, and effort

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "productive"
manufacturer

a company or person that makes or produces goods on a large scale using machinery, labor, and materials

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manufacturer"
manufactured

made or produced in a factory rather than being natural or handmade

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manufactured"
environmentalist

a person who is concerned with the environment and tries to protect it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environmentalist"
environment

the natural world around us where people, animals, and plants live

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environment"
environmental

relating to the natural world and effects of human actions on it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environmental"
polluted

containing harmful or dirty substances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polluted"
pollution

the act of contaminating or polluting; including (either intentionally or accidentally) unwanted substances or factors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pollution"
to pollute

to damage the environment by releasing harmful chemicals or substances to the air, water, or land

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pollute"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek