pattern

Βιβλίο Interchange - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 9 - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Pre-Intermediate, όπως "mustache", "fairly", "suppose" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Pre-intermediate
to look like

to resemble a thing or person in appearance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look like"
long

(of two points) having an above-average distance between them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long"
brown

having the color of chocolate ice cream

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brown"
hair

the thin thread-like things that grow on our head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair"
blond

(of hair) pale yellow or gold in color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blond"
straight

(of hair) not curly or wavy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
curly

(of hair) having a spiral-like pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curly"
bald

having little or no hair on the head

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bald"
mustache

hair that grows or left to grow above the upper lip

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mustache"
beard

the hair that grow on the chin and sides of a man’s face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beard"
young

still in the earlier stages of life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "young"
middle age

the time or period of one's life when they are not young anymore and are not old yet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle age"
elderly

advanced in age

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elderly"
handsome

(of a man) having an attractive face and body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handsome"
good-looking

possessing an attractive and pleasing appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good-looking"
pretty

visually pleasing in a charming way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pretty"
short

having a below-average distance between two points

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
fairly

more than average, but not too much

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fairly"
medium

having a size that is not too big or too small, but rather in the middle

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medium"
tall

(of a person) having a height that is greater than what is thought to be the average height

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tall"
smart

able to think and learn in a good and quick way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smart"
to suppose

to think or believe that something is possible or true, without being sure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suppose"
rude

having no respect for other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rude"
meter

the basic unit of measuring length that is equal to 100 centimeters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meter"
annual

happening, done, or made once every year

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annual"
celebrity

someone who is known by a lot of people, especially in entertainment business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "celebrity"
sure

feeling confident about something being correct or true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sure"
actor

someone whose job involves performing in movies, plays, or series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actor"
fashion

the styles and trends of clothing, accessories, makeup, and other items that are popular in a certain time and place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashion"
comfortable

physically feeling relaxed and not feeling pain, stress, fear, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comfortable"
skirt

a piece of clothing for girls or women that fastens around the waist and hangs down around the legs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skirt"
flowy

(particularly of clothing or hair) hanging loosely or flowing freely

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flowy"
floral

resembling or reminding one of flowers through visual patterns, designs, or impressions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floral"
print

a picture or design created by pressing an engraved surface onto a paper or any other surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "print"
preppy

having a refined and polished style of clothing, associated with graduates of elite preparatory schools

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preppy"
pastel-colored

having a color that is light, soft, and muted, typically associated with hues of pale pink, blue, green, yellow, and purple

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pastel-colored"
pants

an item of clothing that covers the lower half of our body, from our waist to our ankles, and covers each leg separately

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pants"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek