pattern

Βιβλίο Interchange - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 14 - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 14 - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Pre-Intermediate, όπως "κοιλάδα", "χειρότερα", "περιοδικό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Pre-intermediate
old

(of a thing) having been used or existing for a long period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old"
city

a larger and more populated town

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "city"
beach

an area of sand or small stones next to a sea or a lake

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beach"
desert

a large, dry area of land with very few plants, typically one covered with sand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desert"
forest

a vast area of land that is covered with trees and shrubs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forest"
hill

a naturally raised area of land that is higher than the land around it, often with a round shape

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hill"
island

a piece of land surrounded by water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "island"
lake

a large area of water, surrounded by land

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lake"
mountain

a very tall and large natural structure that looks like a huge hill with a pointed top that is often covered in snow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountain"
the ocean

the great mass of salt water that covers most of the earth's surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the ocean"
river

a natural and continuous stream of water flowing on the land to the sea, a lake, or another river

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "river"
valley

a low area of land between mountains or hills, often with a river flowing through it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valley"
volcano

a mountain with an opening on its top, from which melted rock and ash can be pushed out into the air

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volcano"
waterfall

a high place, such as a cliff, from which a river or stream falls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waterfall"
quiz

a short test given to students

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiz"
magazine

a colorful thin book that has news, pictures, and stories about different things like fashion, sports, and animals, usually issued weekly or monthly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magazine"
Australia

a large island country in Southwest Pacific Ocean, known for its unique wildlife such as kangaroos

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Australia"
easy

needing little skill or effort to do or understand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easy"
adjective

a type of word that describes a noun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adjective"
comparative

(grammar) describing adverbs or adjectives that indicate a difference in degree, quality, size, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comparative"
superlative

(grammar) describing adverbs or adjectives that indicate the highest level in degree, quality, size, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superlative"
long

(of two points) having an above-average distance between them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long"
large

above average in amount or size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "large"
dry

lacking moisture or liquid

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dry"
big

above average in size or extent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big"
beautiful

extremely pleasing to the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beautiful"
crowded

(of a space) filled with things or people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crowded"
expensive

having a high price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
good

having a quality that is satisfying

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good"
better

having more of a good quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "better"
best

superior to everything else that is in the same category

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "best"
bad

having a quality that is not satisfying

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bad"
worse

having a lower standard, value, or quality than another thing or person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worse"
worst

the least desirable or most unfavorable condition, quality, or characteristic of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worst"
outdoor

(of activities, games, events, etc. ) played, done, or happening outside a house, building, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outdoor"
more

used to indicate a greater extent or degree of a particular quality

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "more"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek