pattern

Βιβλίο Interchange - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 2 - Μέρος 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - Μέρος 3 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Pre-Intermediate, όπως "track", "fabric", "confused" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Pre-intermediate
to understand

to know something's meaning, particularly something that someone says

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to understand"
funny

able to make people laugh

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "funny"
confused

feeling uncertain or not confident about something because it is not clear or easy to understand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confused"
fashion designer

a person who designs stylish clothes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashion designer"
to draw

to make a picture of something using a pencil, pen, etc. without coloring it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to draw"
fabric

cloth that is made by weaving cotton yarn, silk, etc., which is used in making clothes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fabric"
clothes

the things we wear to cover our body, such as pants, shirts, and jackets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothes"
crazy

behaving in a very strange or unusual way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crazy"
store

a shop of any size or kind that sells goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "store"
to buy

to get something in exchange for paying money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to buy"
to wear

to have something such as clothes, shoes, etc. on your body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wear"
stuff

things that we cannot or do not need to name when we are talking about them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stuff"
to know

to have some information about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to know"
to design

to make drawings according to which something will be constructed or produced

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to design"
sociologist

a person who studies human society, social behavior, and how people interact with each other in groups

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sociologist"
to behave

to act in a particular way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to behave"
also

used to introduce another fact or idea in addition to something already mentioned

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "also"
normal

usual, ordinary, and in the same way we expect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "normal"
to agree

to hold the same opinion as another person about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to agree"
there

at a place that is not where the speaker is

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "there"
reason

something that explains an action or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reason"
to learn

to become knowledgeable or skilled in something by doing it, studying, or being taught

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to learn"
engineer

a person who designs, fixes, or builds roads, machines, bridges, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engineer"
to mean

to have a particular meaning or represent something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mean"
software

the programs that a computer uses to perform specific tasks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "software"
technology

scientific knowledge put into practice in a particular area, especially in industry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "technology"
inside

in or into a room, building, etc.

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inside"
tablet

a flat, small, portable computer that one controls and uses by touching its screen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tablet"
to help

to give someone what they need

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to help"
to exercise

to do physical activities or sports to stay healthy and become stronger

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exercise"
more

used to refer to a number, amount, or degree that is bigger or larger

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "more"
to track

to follow someone or something by examining the marks they leave behind in order to catch them or know what they are doing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to track"
during

used to express that something happens continuously from the beginning to the end of a period of time

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "during"
to put

to move something or someone from one place or position to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put"
pocket

a type of small bag in or on clothing, used for carrying small things such as money, keys, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pocket"
rest

a period of relaxing, sleeping or doing nothing, especially after a period of activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rest"
bike

a vehicle that has two wheels and moves when we push its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bike"
to ride

to sit on open-spaced vehicles like motorcycles or bicycles and be in control of their movements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ride"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek