pattern

Βιβλίο Interchange - Ενδιάμεσο - Ενότητα 15

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 15 του βιβλίου μαθημάτων Interchange Intermediate, όπως «άρνηση», «αίσθητος», «δίδακτρα» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Intermediate
honest

telling the truth and having no intention of cheating or stealing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honest"
security

the state of being protected or having protection against any types of danger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "security"
convenience

the state or quality of being easy to use or do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convenience"
owner

a person, entity, or organization that possesses, controls, or has legal rights to something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "owner"
counter

a table with a narrow horizontal surface over which goods are put or people are served

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "counter"
to unlock

to use a key, code, or other method to open a lock or seal, allowing access to something that was secured

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unlock"
homeless

someone who does not have a place to live in and so lives on the streets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homeless"
campaign

a series of organized activities that are intended to achieve a particular goal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "campaign"
already

before the present or specified time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "already"
imaginary

not real or true and existing only in the mind rather than in physical reality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imaginary"
if

used to say that something happening, existing, etc. depends on another thing happening, existing, etc.

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "if"
would

used to express a tendency or desire

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "would"
could

used to show the possibility of something happening or being the case

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "could"
might

used to express a possibility

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "might"
opposite

on the other side of an area when seen from a particular vantage point

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opposite"
to accept

to say yes to what is asked of you or offered to you

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accept"
to refuse

to say or show one's unwillingness to do something that someone has asked

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refuse"
to admit

to agree with the truth of something, particularly in an unwilling manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to admit"
to deny

to refuse to admit the truth or existence of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deny"
to agree

to hold the same opinion as another person about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to agree"
to disagree

to hold or give a different opinion about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disagree"
to enjoy

to take pleasure or find happiness in something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enjoy"
to dislike

to not like a person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dislike"
to marry

to become someone's husband or wife

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to marry"
to divorce

to legally end a marriage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to divorce"
to find

to search and discover something or someone that we have lost or do not know the location of

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find"
to lose

to be deprived of or stop having someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose"
to remember

to bring a type of information from the past to our mind again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remember"
to forget

to not be able to remember something or someone from the past

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forget"
to save

to keep someone or something safe and away from harm, death, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to save"
to spend

to use money as a payment for services, goods, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
to lend

to give someone something, like money, expecting them to give it back after a while

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lend"
to borrow

to use or take something belonging to someone else, with the idea of returning it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to borrow"
mistake

an act or opinion that is wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistake"
to scratch

to make small cuts or marks on a surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scratch"
upset

feeling unhappy, worried, or disappointed, often because something unpleasant happened

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upset"
to repair

to fix something that is damaged, broken, or not working properly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repair"
to damage

to physically harm something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to damage"
terrible

extremely bad or unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrible"
to apologize

to tell a person that one is sorry for having done something wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to apologize"
sunscreen

a cream that is applied to the skin to protect it from the harmful rays of the sun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sunscreen"
advice

a suggestion or an opinion that is given with regard to making the best decision in a specific situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advice"
tuition

an amount of money that one pays to receive an education, particularly in a university or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tuition"
to accuse

to say that a person or group has done something wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accuse"
selfish

always putting one's interests first and not caring about the needs or rights of others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "selfish"
unsympathetic

feeling or displaying no compassion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsympathetic"
insensitive

not caring about other people's feelings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insensitive"
slim

thin in an attractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
diet

a set of food that is eaten to keep healthy, thin, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diet"
to recommend

to suggest to someone that something is good, convenient, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recommend"
carbohydrate

a substance that consists of hydrogen, oxygen, and carbon that provide heat and energy for the body, found in foods such as bread, pasta, fruits, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbohydrate"
strict

(of rules and regulations) absolute and must be obeyed under any circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strict"
gram

a unit of measuring weight equal to one thousandth of a kilogram

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gram"
independent

able to do things as one wants without needing help from others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "independent"
cathedral

the largest and most important church of a specific area, which is controlled by a bishop

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cathedral"
degree

the certificate that is given to university or college students upon successful completion of their course

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "degree"
possibility

possibility refers to the state or condition of being able to happen or exist, or a potential likelihood of something happening or being true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "possibility"
server

someone whose job is to serve meals to customers in a restaurant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "server"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek