pattern

Βιβλίο Insight - Στοιχειώδης - Ενότητα 9 - 9Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9Δ στο βιβλίο μαθημάτων Insight Elementary, όπως "παραιτηθείτε", "κρατηθείτε", "ξεκινήστε" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Elementary
to come up with

to create something, usually an idea, a solution, or a plan, through one's own efforts or thinking

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come up with"
to set out

to start a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set out"
to find out

to get information about something after actively trying to do so

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find out"
to give up

to stop trying when faced with failures or difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give up"
to look for

to expect or hope for something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look for"
to go ahead

to initiate an action or task, particularly when someone has granted permission or in spite of doubts or opposition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go ahead"
to put up

to place something somewhere noticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up"
to look up

to try to find information in a dictionary, computer, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look up"
to pick up

to take and lift something or someone up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick up"
to hang up

to end a phone call by breaking the connection

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hang up"
to call back

to remember something or someone from the past

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to call back"
to hold on

to tell someone to wait or pause what they are doing momentarily

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold on"
to get off

to leave a bus, train, airplane, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get off"
to put through

to successfully complete a process or task

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put through"
to get through

to succeed in passing or enduring a difficult experience or period

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get through"
to speak up

to speak in a louder voice

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speak up"
to cut off

to use a sharp object like scissors or a knife on something to remove a piece from its edge or ends

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut off"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek