pattern

Βιβλίο Insight - Στοιχειώδης - Μονάδα 10 - 10Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - 10Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Elementary, όπως "διακοπές", "λίμνη", "περιήγηση στα αξιοθέατα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Elementary
holiday

a period of time away from home or work, typically to relax, have fun, and do activities that one enjoys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday"
place

the part of space where someone or something is or they should be

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "place"
beach

an area of sand or small stones next to a sea or a lake

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beach"
bed and breakfast

a small hotel or guesthouse that provides the residents with a resting place and breakfast

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bed and breakfast"
camper

someone who spends a vacation living in a tent, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camper"
van

a big vehicle without back windows, smaller than a truck, used for carrying people or things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "van"
campsite

a specific location that is intended for people to set up a tent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "campsite"
caravan

a vehicle that is pulled by a car, in which people can sleep and live, used particularly for traveling and camping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caravan"
coast

the land close to a sea, ocean, or lake

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coast"
harbor

a sheltered area of water along the coast where ships, boats, and other vessels can anchor safely, typically protected from rough seas by natural or artificial barriers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harbor"
island

a piece of land surrounded by water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "island"
lake

a large area of water, surrounded by land

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lake"
river

a natural and continuous stream of water flowing on the land to the sea, a lake, or another river

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "river"
ski resort

a place where people go to ski or snowboard and can also stay, eat, and relax

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ski resort"
temple

a building used for worshiping one or several gods, used by some religious communities, especially Buddhists and Hindus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temple"
theme park

a large park, with machines and games that are all related to a single concept, designed for public entertainment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theme park"
tower

a tall and often narrow building that stands alone or is part of a castle, church, or other larger buildings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tower"
volcano

a mountain with an opening on its top, from which melted rock and ash can be pushed out into the air

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volcano"
waterfall

a high place, such as a cliff, from which a river or stream falls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waterfall"
in

at a point inside an area or thing

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in"
on

used to show that an object is physically in contact with or attached to a surface or object

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on"
at

used to show a particular place or position

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at"
home

the place that we live in, usually with our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "home"
world

the planet earth, where we all live

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "world"
Indonesia

a country that is consisted of many islands, located in Southeast of Asia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Indonesia"
west

the direction towards which the sun goes down, which is on the left side of a person facing north

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "west"
restaurant

a place where we pay to sit and eat a meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "restaurant"
market

a public place where people buy and sell groceries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "market"
village

a very small town located in the countryside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "village"
planet

a huge round object that moves in an orbit, around the sun or any other star

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "planet"
type

a class or group of people or things that have common characteristics or share particular qualities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "type"
activity holiday

a type of vacation where the main focus is on participating in various activities, such as sports, adventure, or cultural experiences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activity holiday"
camping

the activity of ‌living outdoors in a tent, camper, etc. on a vacation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camping"
cruise

a journey taken by a ship for pleasure, especially one involving several destinations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cruise"
day trip

a journey that is completed within a single day, without requiring an overnight stay

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "day trip"
tour

a journey for pleasure, during which we visit several different places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tour"
sightseeing

the activity of visiting interesting places in a particular location as a tourist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sightseeing"
study holiday

a period of time during which students do not have regular classes at school, university, or college and can focus on preparing for an upcoming exam or test

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "study holiday"
summer camp

a place where children, teenagers, and sometimes adults go to stay for a short period of time during the summer, typically for outdoor activities and organized programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "summer camp"
farm holiday

a vacation spent on a farm where visitors can participate in agricultural activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "farm holiday"
walking holiday

a type of vacation where the primary activity is walking or hiking, typically in nature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "walking holiday"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek