pattern

Βιβλίο Insight - Στοιχειώδης - Ενότητα 1 - 1Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1Δ στο βιβλίο μαθημάτων Insight Elementary, όπως "περπάτημα", "σανίδα", "τσεκ" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Elementary
transport

a system or method for carrying people or goods from a place to another by trains, cars, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transport"
bike

a vehicle that has two wheels and moves when we push its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bike"
bus

a large vehicle that carries many passengers by road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bus"
car

a road vehicle that has four wheels, an engine, and a small number of seats for people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car"
plane

a winged flying vehicle driven by one or more engines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plane"
train

a series of connected carriages that travel on a railroad, often pulled by a locomotive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "train"
walking

the act of taking long walks, particularly in the mountains or countryside, for pleasure or exercise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "walking"
to read

to look at written or printed words or symbols and understand their meaning

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to read"
text

anything that is in written form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "text"
to study

to spend time to learn about certain subjects by reading books, going to school, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to study"
pair

a set of two matching items that are designed to be used together or regarded as one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pair"
to repeat

to complete an action more than one time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repeat"
word

(grammar) a unit of language that has a specific meaning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "word"
to open

to move something like a window or door into a position that people, things, etc. can pass through or use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to open"
book

a set of printed pages that are held together in a cover so that we can turn them and read them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "book"
to listen

to give our attention to the sound a person or thing is making

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to listen"
dialogue

a discussion between two groups or states, particularly one intended to resolve a problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dialogue"
to close

to move something like a window or door into a position that people or things cannot pass through

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to close"
door

the thing we move to enter, exit, or access a place such as a vehicle, building, room, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "door"
to check

to discover information about something or someone by looking, asking, or investigating

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to check"
answer

something we say, write, or do when we are replying to a question

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "answer"
to learn

to become knowledgeable or skilled in something by doing it, studying, or being taught

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to learn"
vocabulary

all the words used in a particular language or subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vocabulary"
test

an examination that consists of a set of questions, exercises, or activities to measure someone’s knowledge, skill, or ability

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "test"
to do

to study or learn something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
exercise

a series of questions in a book set to test one's knowledge or skill

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exercise"
to look

to turn our eyes toward a person or thing that we want to see

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look"
board

a flat surface used for showing or attaching information or messages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "board"
to write

to make letters, words, or numbers on a surface, usually on a piece of paper, with a pen or pencil

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to write"
sentence

a group of words that forms a statement, question, exclamation, or instruction, usually containing a verb

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sentence"
to work

to do certain physical or mental activities in order to achieve a result or as a part of our job

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to work"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek