pattern

Βιβλίο Insight - Στοιχειώδης - Μονάδα 3 - 3Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - 3Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Elementary, όπως "κήπος", "κάτω", "πολυθρόνα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Elementary
outside

in an open area surrounding a building

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outside"
home

the place that we live in, usually with our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "home"
bathroom

a room that has a toilet and a sink, and often times a bathtub or a shower as well

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bathroom"
bedroom

a room we use for sleeping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bedroom"
garden

the land that is joined to our house and we can grow plants there

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garden"
hall

a passage that is inside a house or building with rooms on both side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hall"
kitchen

the place in a building or home where we make food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kitchen"
living room

the part of a house where people spend time together talking, watching television, relaxing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "living room"
table

furniture with a usually flat surface on top of one or multiple legs that we can sit at or put things on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "table"
cooker

an appliance shaped like a box that is used for heating or cooking food by putting food on top or inside the appliance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cooker"
ceiling

the highest part of a room, vehicle, etc. that covers it from the inside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ceiling"
floor

the bottom of a room that we walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floor"
cupboard

a piece of furniture with shelves and doors, usually built into a wall, designed for storing things like foods, dishes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cupboard"
window

a space in a wall or vehicle that is made of glass and we use to look outside or get some fresh air

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "window"
wall

an upright structure, usually made of brick, concrete, or stone that is made to divide, protect, or surround a place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wall"
armchair

a chair with side supports for the arms and a comfortable backrest, often used for relaxation or reading

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "armchair"
bedside table

a small table or cabinet placed next to a bed, typically used to hold items such as a lamp, alarm clock, or personal belongings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bedside table"
bidet

a low, basin-like fixture located close to the toilet that is used to clean the anal or genital area by spraying water onto it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bidet"
carpet

a thick piece of woven cloth, used as a floor covering

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carpet"
curtain

a hanging piece of cloth or other materials that covers a window, opening, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curtain"
cushion

a bag made of cloth that is filled with soft material, used for leaning or sitting on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cushion"
dishwasher

an electric machine that is used to clean dishes, spoons, cups, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dishwasher"
fireplace

a space or place in a wall for building a fire in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fireplace"
freezer

an electrical container that can store food for a long time at a temperature that is very low

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freezer"
front door

the main entrance to a person's house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "front door"
lamp

an object that can give light by using electricity or burning gas or oil

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lamp"
mirror

a flat surface made of glass that people can see themselves in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mirror"
rug

something we use to cover or decorate a part of the floor that is usually made of thick materials or animal skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rug"
shelf

a flat, narrow board made of wood, metal, etc. attached to a wall, to put items on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shelf"
sink

a large and open container that has a water supply and you can use to wash your hands, dishes, etc. in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sink"
shutter

one of a pair of exterior wooden or metal covers of a window that can be closed for preventing light from coming in or protecting the house against thieves or other threats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shutter"
stair

a series of steps connecting two floors of a building, particularly built inside a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stair"
wardrobe

a piece of furniture that is large and is used for hanging and storing clothes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wardrobe"
washbasin

a container that a person can use to wash their hands and face, usually found in a bathroom, which has a faucet to turn on the water and a drain to let the water out

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "washbasin"
washing machine

an electric machine used for washing clothes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "washing machine"
under

in or to a position that is below something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "under"
in front of

in a position at the front part of someone or something else or further forward than someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in front of"
behind

at or toward the back of something or someone, typically hidden by it or them

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "behind"
between

in, into, or at the space that is separating two things, places, or people

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "between"
next to

in a position very close to someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "next to"
on

used to show that an object is physically in contact with or attached to a surface or object

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on"
opposite

on the opposing side of a particular area from someone or something, often facing them

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opposite"
near

at a short distance away from someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "near"
in

at a point inside an area or thing

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in"
inside

in or into a room, building, etc.

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inside"
refrigerator

an electrical equipment used to keep food and drinks cool and fresh

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refrigerator"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek