pattern

Βιβλίο Insight - Στοιχειώδης - Μονάδα 6 - 6Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Elementary, όπως "ζακέτα", "επίσημο", "δωρεά" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Elementary
clothes

the things we wear to cover our body, such as pants, shirts, and jackets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothes"
accessory

an item, such as a bag, hat, piece of jewelry, etc., that is worn or carried because it makes an outfit more beautiful or attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accessory"
boot

a type of strong shoe that covers the foot and ankle and often the lower part of the leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boot"
cap

a type of soft flat hat with a visor, typically worn by men and boys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cap"
cardigan

a type of jacket that is made of wool, usually has a knitted design, and its front could be closed with buttons or a zipper

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cardigan"
coat

a piece of clothing with long sleeves, worn outdoors and over other clothes to keep warm or dry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coat"
dress

a piece of clothing worn by girls and women that is made in one piece and covers the body down to the legs but has no separate part for each leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dress"
hat

a piece of clothing often with a brim that we wear on our heads, for warmth, as a fashion item or as part of a uniform

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hat"
jacket

a short item of clothing that we wear on the top part of our body, usually has sleeves and something in the front so we could close it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jacket"
jeans

pants made of denim, that is a type of strong cotton cloth, and is used for a casual style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jeans"
jumper

a dress with no sleeves or collar that is worn over other garments

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jumper"
makeup

any type of substance that one uses to add more color or definition to one's face in order to alter or enhance one's appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "makeup"
necklace

a piece of jewelry, consisting of a chain, string of beads, etc. worn around the neck as decoration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "necklace"
rucksack

a bag designed for carrying on the back, usually used by those who go hiking or climbing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rucksack"
sandal

an open shoe that fastens the sole to one's foot with straps, particularly worn when the weather is warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandal"
scarf

a piece of cloth, worn around the neck or head, especially to keep warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scarf"
shirt

a piece of clothing usually worn by men on the upper half of the body, typically with a collar and sleeves, and with buttons down the front

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shirt"
shorts

short pants that end either above or at the knees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shorts"
skirt

a piece of clothing for girls or women that fastens around the waist and hangs down around the legs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skirt"
sock

a soft item of clothing we wear on our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sock"
tights

an item of women’s clothing that tightly covers the lower part of the body, from the waist to the toes, usually worn under dresses and skirts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tights"
top

an item of clothing that is worn to cover the upper part of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "top"
trousers

a piece of clothing that covers the body from the waist to the ankles, with a separate part for each leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trousers"
trainer

a sports shoe with a rubber sole that is worn casually or for doing exercise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trainer"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
baggy

(of clothes) loose and not fitting the body tightly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baggy"
to donate

to freely give goods, money, or food to someone or an organization

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to donate"
expensive

having a high price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
fit

the way in which a piece of clothing fits the wearer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fit"
fashionable

following the latest or the most popular styles and trends in a specific period

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashionable"
loyalty card

a card given by a business to customers as a reward for their repeat purchases, which can be used to earn discounts on future purchases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loyalty card"
material

cloth or fabric used to make different items of clothing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "material"
to recycle

to make a waste product usable again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recycle"
scruffy

having an appearance that is untidy, dirty, or worn out

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scruffy"
voucher

a prepaid certificate that can be exchanged for goods, services, or discounts at a specific store or business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voucher"
incomplete

not having all the necessary parts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incomplete"
incorrect

having mistakes or inaccuracies

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incorrect"
inexpensive

having a reasonable price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inexpensive"
unfair

lacking fairness or justice in treatment or judgment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfair"
unfashionable

not fashionable or popular at the moment; outdated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfashionable"
informal

suitable for friendly, relaxed, casual, or unofficial occasions and situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "informal"
unfriendly

not kind or nice toward other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfriendly"
unhappy

experiencing a lack of joy or positive emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhappy"
unimportant

having no value or significance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unimportant"
unkind

not friendly, considerate, or showing mercy to others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unkind"
unlucky

having or bringing bad luck

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unlucky"
intolerant

not open to accept beliefs, opinions, or lifestyles that are unlike one's own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intolerant"
complete

having all the necessary parts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complete"
correct

accurate and in accordance with reality or truth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "correct"
expensive

having a high price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
fair

relatively large in number, amount, or size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair"
fashionable

following the latest or the most popular styles and trends in a specific period

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashionable"
formal

suitable for fancy, important, serious, or official occasions and situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formal"
friendly

kind and nice toward other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendly"
happy

emotionally feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happy"
important

having a lot of value

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "important"
kind

friendly, nice, and caring toward other people's feelings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kind"
lucky

having or bringing good luck

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lucky"
tolerant

showing respect to what other people say or do even when one disagrees with them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tolerant"
shop

a building or place that sells goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shop"
baker's

a store that specializes in baking and selling bread, cakes, pastries, and other baked goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baker's"
bookshop

a shop that sells books and usually stationery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bookshop"
butcher's

a store that provides a variety of meats, mainly beef, pork, and lamb to customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "butcher's"
chemist's

a place where one can buy medicines, cosmetic products, and toiletries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemist's"
clothes shop

a store that sells clothing items, such as shirts, pants, dresses, and jackets, for people to wear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothes shop"
department store

a large store, divided into several parts, each selling different types of goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "department store"
fishmonger's

a store that sells fresh fish and seafood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fishmonger's"
greengrocer's

a shop that sells fresh fruits and vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greengrocer's"
market

a public place where people buy and sell groceries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "market"
newsagent's

a type of shop where a person can buy newspapers, magazines, and sweets, usually located in busy areas like train stations or shopping centers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "newsagent's"
phone booth

an enclosed place with a public phone that someone can pay to use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phone booth"
post office

a place where we can send letters, packages, etc., or buy stamps

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "post office"
sandwich bar

a place that specializes in making and selling sandwiches, often with a variety of ingredients and options to choose from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandwich bar"
sports shop

a store that sells equipment, clothing, and accessories related to various sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sports shop"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek