pattern

Βιβλίο Insight - Στοιχειώδης - Μονάδα 7 - 7Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Elementary, όπως "αστραγάλος", "αγωνίζομαι", "κολυμβητής" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Elementary
body

our or an animal's hands, legs, head, and every other part together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body"
ankle

the joint that connects the foot to the leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ankle"
arm

one of the two body parts that is connected to the shoulder and ends with fingers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arm"
back

the part of our body between our neck and our legs that we cannot see

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "back"
chest

the front part of the body between the neck and the stomach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chest"
elbow

the joint where the upper and lower parts of the arm bend

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elbow"
face

the front part of our head, where our eyes, lips, and nose are located

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "face"
finger

each of the long thin parts that are connected to our hands, sometimes the thumb is not included

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finger"
foot

the body part that is at the end of our leg and we stand and walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foot"
hand

the part of our body that is at the end of our arm and we use to grab, move, or feel things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hand"
hip

each of the parts above the legs and below the waist at either side of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hip"
knee

the body part that is in the middle of the leg and helps it bend

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knee"
leg

each of the two long body parts that we use when we walk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leg"
neck

the body part that is connecting the head to the shoulders

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neck"
shoulder

each of the two parts of the body between the top of the arms and the neck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoulder"
stomach

the body part inside our body where the food that we eat goes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stomach"
toe

each of the five parts sticking out from the foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toe"
waist

the part of the body between the ribs and hips, which is usually narrower than the parts mentioned

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waist"
to swim

to move through water by moving parts of the body, typically arms and legs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swim"
swimmer

a person who swims for leisure, exercise, or competition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimmer"
to compete

to join in a contest or game

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compete"
competitor

someone who competes with others in a sport event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competitor"
to run

to move using our legs, faster than we usually walk, in a way that both feet are never on the ground at the same time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run"
runner

a person who runs as a sport or hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "runner"
to skate

to move on ice or other smooth surfaces using ice skates, roller skates, or a skateboard

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skate"
skater

a person who moves on a flat surface wearing special boots with wheels or blades

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skater"
to play

to take part in a game or activity for fun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
player

someone who engages in a type of game or sport, either as their job or hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "player"
to sprint

to run very fast for a short distance, typically as a form of exercise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sprint"
sprinter

a person who competes in short-distance races at a very fast speed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sprinter"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek