pattern

Βιβλίο Insight - Άνω του μεσαίου - Λεξιλογική Ενόραση 5

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από το Vocabulary Insight 5 στο βιβλίο μαθημάτων Insight Upper-Intermediate, όπως "εικονίζω", "αριστεία", "ιδιόρρυθμο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Upper-intermediate
to foot the bill

to accept the financial burden or responsibility for a certain project, service, or event, and pay for it

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [foot] the bill"
to chair

to lead a committee or meeting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chair"
to hammer

to strike repeatedly and forcefully with a blunt object or tool such as a hammer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hammer"
to eye

to look at or observe someone or something in a particular way, often with interest or suspicion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eye"
to screw

to cheat or take advantage of someone unfairly, often for financial gain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to screw"
to elbow

to use one's elbows to forcefully move through a crowd

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to elbow"
to text

to send a written message using a cell phone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to text"
to bookmark

to store the address of a file, website, etc. for faster and easier access

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bookmark"
to Skype

to contact someone using the Skype application

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to Skype"
to head

to move toward a particular direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to head"
to illustrate

to explain or show the meaning of something using examples, pictures, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to illustrate"
illustration

a picture or drawing in a book, or other publication, particularly one that makes the understanding of something easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illustration"
to deliver

to bring and give a letter, package, etc. to a specific person or place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deliver"
delivery

the act or process of taking goods, letters, etc. to whomever they have been sent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delivery"
to invest

to buy houses, shares, lands, etc. with the hope of gaining a profit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invest"
investment

the act or process of putting money into something to gain profit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investment"
to fail

to be unsuccessful in accomplishing something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fail"
failure

a particular thing or person that is unsuccessful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "failure"
to conclude

to draw a logical inference or outcome based on established premises or evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conclude"
conclusion

a decision reached after thoroughly considering all relevant information

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conclusion"
to reject

to refuse to accept a proposal, idea, person, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reject"
rejection

the action of refusing to approve, accept, consider, or support something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rejection"
perfect

completely without mistakes or flaws, reaching the best possible standard

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perfect"
perfection

he state or quality of being flawless or without any errors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perfection"
to arrive

to reach a location, particularly as an end to a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrive"
arrival

the act of something or someone emerging or appearing such as a new product or development

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrival"
excellent

very good in quality or other traits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excellent"
excellence

the quality of being extremely good in a particular field or activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excellence"
to refuse

to say or show one's unwillingness to do something that someone has asked

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refuse"
refusal

the act of rejecting or saying no to something that has been offered or requested

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refusal"
beautiful

extremely pleasing to the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beautiful"
beauty

the quality of being attractive or pleasing, particularly to the eye

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beauty"
to believe

to accept something to be true even without proof

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to believe"
belief

a strong feeling of certainty that something or someone exists or is true; a strong feeling that something or someone is right or good

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "belief"
to hate

to really not like something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hate"
hatred

a very strong feeling of dislike

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hatred"
to grow

to get larger and taller and become an adult over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow"
growth

the process of physical, mental, or emotional development

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "growth"
shocking

unexpected or extreme enough to cause intense surprise or disbelief

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shocking"
shock

a sudden and intense feeling of surprise, distress, or disbelief caused by something unexpected and often unpleasant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shock"
to carry on

to choose to continue an ongoing activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry on"
to cheer on

to loudly support or encourage someone, especially during a performance or competition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cheer on"
to move on

to accept a change or a new situation and be ready to continue with one's life and deal with new experiences, especially after a bad experience such as a breakup

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to move on"
to throw on

to put on a piece of clothing hastily and without care

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throw on"
to switch on

to make something start working usually by flipping a switch

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to switch on"
to endanger

to expose someone or something to potential harm or risk

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to endanger"
to entrust

to give someone the responsibility of taking care of something important, such as a task, duty, or information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to entrust"
to entitle

to give someone the legal right to have or do something particular

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to entitle"
to empower

to give someone the power or authorization to do something particular

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to empower"
to enlarge

to increase the size or quantity of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enlarge"
to encourage

to provide someone with support, hope, or confidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encourage"
to enclose

to surround a place with a fence, wall, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enclose"
to enable

to give someone or something the means or ability to do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enable"
chilling

causing an intense feeling of fear or unease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chilling"
pinnacle

a part of something that is considered the most prominent or successful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pinnacle"
protagonist

the main character in a movie, novel, TV show, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protagonist"
quirky

characterized by peculiar or unconventional traits, often in an endearing or charming way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quirky"
ruthless

showing no mercy or compassion towards others in pursuit of one's goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ruthless"
to transcend

to go or be beyond the material or physical aspects of existence, indicating a superior existence or understanding

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transcend"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek