pattern

Βιβλίο Total English - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 7 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Pre-Intermediate, όπως "rash", "earache", "advice" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Pre-intermediate
backache

a pain in someone's back

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backache"
cold

a mild disease that we usually get when viruses affect our body and make us cough, sneeze, or have fever

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold"
earache

a pain inside the ear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "earache"
flu

an infectious disease similar to a bad cold, causing fever and severe pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flu"
headache

a pain in the head, usually persistent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headache"
rash

a part of one's skin covered with red spots, which is usually caused by a sickness or an allergic reaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rash"
sore throat

a condition when you feel pain in the throat, usually caused by bacteria or viruses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sore throat"
stomachache

a pain in or near someone's stomach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stomachache"
toothache

pain felt in a tooth or several teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toothache"
sick

not in a good and healthy physical or mental state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick"
to hurt

to cause injury or physical pain to yourself or someone else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurt"
advice

a suggestion or an opinion that is given with regard to making the best decision in a specific situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advice"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek