pattern

Βιβλίο Total English - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 10 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Pre-Intermediate, όπως "snore", "companion", "exhausted" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Pre-intermediate
to talk

to tell someone about the feelings or ideas that we have

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to talk"
lazy

avoiding work or activity and preferring to do as little as possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lazy"
to snore

to breathe through one's nose and mouth in a noisy way while asleep

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to snore"
to complain

to express your annoyance, unhappiness, or dissatisfaction about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to complain"
backpacking

a style of traveling around, cheap and often on foot, carrying one's belongings in a backpack

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backpacking"
companion

a person or animal with which one travels or spends a lot of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "companion"
sightseeing

the activity of visiting interesting places in a particular location as a tourist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sightseeing"
to transport

to take people, goods, etc. from one place to another using a vehicle, ship, or aircraft

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transport"
exhausted

feeling extremely tired physically or mentally, often due to a lack of sleep

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhausted"
to sunbathe

to lie or sit in the sun in order to darken one's skin

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sunbathe"
to offend

to cause someone to feel disrespected, upset, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to offend"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek