pattern

Βιβλίο Total English - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 10 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Pre-Intermediate, όπως "commuter", "get into", "ferry" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Pre-intermediate
bicycle

a vehicle with two wheels that we ride by pushing its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bicycle"
bus

a large vehicle that carries many passengers by road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bus"
car

a road vehicle that has four wheels, an engine, and a small number of seats for people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car"
coach

a type of carriage or vehicle used for transportation, typically pulled by horses or other animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coach"
ferry

a boat or ship used to transport passengers and sometimes vehicles, usually across a body of water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ferry"
lorry

a large, heavy motor vehicle designed for transporting goods or materials over long distances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lorry"
moped

a motorcycle with a weak engine and pedals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moped"
motorbike

a light vehicle that has two wheels and is powered by an engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motorbike"
plane

a winged flying vehicle driven by one or more engines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plane"
taxi

a car that has a driver whom we pay to take us to different places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxi"
train

a series of connected carriages that travel on a railroad, often pulled by a locomotive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "train"
van

a big vehicle without back windows, smaller than a truck, used for carrying people or things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "van"
commuter

a passenger train or airline that carries people to short distances regularly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commuter"
passenger

someone traveling in a vehicle, aircraft, ship, etc. who is not the pilot, driver, or a crew member

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passenger"
pedestrian

a person who is on foot and not in or on a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedestrian"
journey

the act of travelling between two or more places, especially when there is a long distance between them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "journey"
voyage

a long journey taken on a ship or spacecraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voyage"
to catch

to reach and get on a bus, aircraft, or train in time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catch"
to get into

to enter or reach a location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get into"
to get off

to leave a bus, train, airplane, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get off"
to miss

to fail to catch a bus, airplane, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to miss"
to ride

to sit on open-spaced vehicles like motorcycles or bicycles and be in control of their movements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ride"
to take

to use a particular route or means of transport in order to go somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
to shake

to take someone's hand and move it up and down, mainly for greeting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shake"
handshake

an act of taking a person's hand and shaking it as a greeting or after having made an agreement with them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handshake"
to bow

to bend the head or move the upper half of the body forward to show respect or as a way of greeting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bow"
bow

a gesture of respect or submission, typically involving lowering the head or body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bow"
kiss

a gentle touch with the lips, especially to show respect or liking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kiss"
wave

a gesture or signal made with the hand or arm, often as a form of greeting or farewell

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wave"
gift

something that we give to someone because we like them, especially on a special occasion, or to say thank you

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gift"
amazed

feeling or showing great surprise

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amazed"
amazing

extremely surprising, particularly in a good way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amazing"
annoyed

feeling irritated or slightly angry

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoyed"
annoying

causing slight anger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoying"
bored

tired and unhappy because there is nothing to do or because we are no longer interested in something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bored"
boring

making us feel tired and unsatisfied because of not being interesting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boring"
depressed

feeling very unhappy and having no hope

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depressed"
depressing

making one feel sad and hopeless

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depressing"
disappointed

not satisfied or happy with something, because it did not meet one's expectations or hopes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disappointed"
disappointing

not fulfilling one's expectations or hopes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disappointing"
excited

feeling very happy, interested, and energetic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excited"
exciting

making us feel interested, happy, and energetic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exciting"
frightened

feeling scared or anxious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frightened"
frightening

causing one to feel fear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frightening"
inspired

amazing, impressive, exceptional, or special in a way that suggests being the result of a sudden creative impulse

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inspired"
inspiring

producing feelings of motivation, enthusiasm, or admiration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inspiring"
interested

having a feeling of curiosity or attention toward a particular thing or person because one likes them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interested"
interesting

catching and keeping our attention because of being unusual, exciting, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interesting"
relaxed

feeling calm and at ease without tension or stress

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relaxed"
relaxing

helping our body or mind rest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relaxing"
surprised

feeling or showing shock or amazement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surprised"
surprising

causing a feeling of shock, disbelief, or wonder

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surprising"
tired

needing to sleep or rest because of not having any more energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tired"
tiring

(particularly of an acivity) causing a feeling of physical or mental fatigue or exhaustion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tiring"
traveler

a person who is on a journey or someone who travels a lot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traveler"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek